ΓΚΕΡΝΙΚΑ
Ήταν ημέρα αγοράς στους δρόμους της Γκερνίκα όταν οι καμπάνες της εκκλησίας της Σάντα Μαρία σήμανε συναγερμός εκείνο το απόγευμα της 26ης Απριλίου του 1937. Άνθρωποι από τις γύρω πλαγιές κατέκλυσαν την πλατεία της πόλης. «Κάθε Δευτέρα ήταν πανηγύρι στη Γκερνίκα», λέει ο José Monasterio, αυτόπτης μάρτυρας του βομβαρδισμού.
Για πάνω από τρεις ώρες, είκοσι πέντε ή περισσότερα από τα καλύτερα εξοπλισμένα βομβαρδιστικά της Γερμανίας, συνοδευόμενα από τουλάχιστον είκοσι ακόμη μαχητικά Messerschmitt και Fiat, έριξαν εκατό χιλιάδες κιλά βόμβες υψηλής εκρηκτικότητας καθώς και εμπρηστικές βόμβες στο χωριό, γκρεμίζοντάς το αργά και συστηματικά σε ερείπια.
Η είδηση του βομβαρδισμού εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά. Οι εθνικιστές αρνήθηκαν αμέσως οποιαδήποτε ανάμειξη, όπως και οι Γερμανοί. Αλλά λίγοι ξεγελάστηκαν από τις διαμαρτυρίες αθωότητας του Φράνκο. Μπροστά στη διεθνή κατακραυγή για το μακελειό, ο Φον Ριχτχόφεν ισχυρίστηκε δημοσίως ότι ο στόχος ήταν μια γέφυρα πάνω από τον ποταμό Mundaca στην άκρη της πόλης, η οποία επιλέχθηκε για να αποκόψει τα δημοκρατικά στρατεύματα που διέφευγαν.
H βομβαρδισμός της Γκερνίκα είναι η απαρχή των πεπραγμένων του φασιστικού καθεστώτος Φράνκο και ο ομότιτλος πίνακας του Πικάσο θα αποτελεί πάντοτε μία διαρκή υπενθύμιση των τραγωδιών του πολέμου, ένα αντιπολεμικό σύμβολο και μια ενσάρκωση της ειρήνης.