Ημερολόγιο Γέφυρας | 01/02/2025
Από τον Κεφαλλονίτη Γαβριήλ Παναγιωσούλη, παλιό ναυτικό και καλό φίλο της εκπομπής «ΚΑΛΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ» και της στήλης «ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΓΕΦΥΡΑΣ», λάβαμε αυτό το κείμενο και τον ευχαριστούμε!
Un aniversario – Μια επέτειος
Μιά που μπαίνει ο Φλεβάρης του 2025 ή ο ‘κουτσοφλέβαρος’, όπως τον λέγαμε παλιά στην Ελλάδα, εύχομαι στους φίλους-λες και αναγνώστες τις παρούσας ιστοσελίδας καλό και χαρούμενο μήνα. Θάρρος, έρχεται η Άνοιξη, όπως λέει και η παροιμία… (Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει).
Ο Φεβρουάριος του έτους 1949 ήταν η αρχή της ζωής μου να παλέψω στο ρινγκ της τότε κοινωνίας τον αγώνα της επιβίωσης χωρίς κανένα εφόδιο, ώστε να επιζήσω σε μια άγνωστη παγκοσμιότητα…. Ήταν 2 Φεβρουαρίου 1949, η ημέρα της Υπαπαντής, μια καλοθύμητη μέρα. Είναι η ημέρα που πήρα το δισάκι μου στον ώμο, ήμουν 15 χρονών κατόπιν παροτρύνσεως να βρω να ζήσω μια πιο καλύτερη ζωή, να χορτάσω ψωμί μα και να βοηθήσω τους εναπομείναντες στο χωριό και έφυγα από το χωριό που γεννήθηκα.
Ο εμφύλιος ήταν ακόμη εν ισχύ. Φτάνοντας στο λιμάνι της Σάμης με ταξί από Πύλαρο Κεφαλονιάς, που θα περνούσε το βαπόρι ΠΙΝΔΟΣ της Ηπειρωτικής ατμοπλοΐας του Ποταμιάνου για Πειραιά. Το βαπόρι είχε καθυστέρηση μια μέρα, θα ερχόταν την επομένη.
Μαζευτήκαμε όλοι οι επιβάτες στην αίθουσα ενός ξενοδοχείου σε καρέκλες, για να βγάλουμε την νύχτα μας. Κατά τις 6-7 η ώρα βράδυ μας λένε βγείτε όλοι έξω, θα έρθει ένα απόσπασμα -τώρα δεν θυμούμαι ήταν αντάρτες ή χωροφύλακες… Βγήκα μόνος μες την νύχτα περπατούσα κι άρχισα να κλαίω, κι εκεί με είδε κάποιος χωριανός, όχι επιβάτης, και γυρίζοντας στο χωριό το είπε του Πατέρα μου, κι αυτός αργότερα μου έγραψε ένα γράμμα να με ρωτήσει γιατί έκλαιγα…
Πώς να εξηγήσεις το τι αισθάνεται μια αθώα παιδική καρδιά που πήγαινε στο άγνωστο να νικήσει την ίδια τη ζωή; Ήταν η αρχή, μια αρχή που νίκησε τις κακοτοπιές κι έφτασε ως σήμερα, πασχίζοντας στα πεζοδρόμια και θάλασσες της οικουμένης…
Πέρασαν τόσα χρόνια, πολλά χρόνια, ρυάκια ρυτίδων στο πρόσωπο. Άσπρισαν τα μαλλιά όσα απόμειναν, το σώμα πήρε το πάνω χέρι και κουμαντάρει την ψυχή, κι αυτή κραυγάζει και ζητά την παλιά της αίγλη. Ευτυχώς, βρίσκει αποκούμπι στα γεννοβολήματα της πένας, και παραμιλά νομίζοντας ότι ήταν μόλις χθες που ξεκίνησες απ’ τα Μαρκάτα.
– Γαβριήλ Παναγιωσούλης