Σε κάθε συζήτηση για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας -ή και για άλλα σημαντικά θέματα όπως το δημογραφικό-, αργά ή γρήγορα προκύπτει το θέμα της διασποράς. Το πώς θα σταματήσουν να φεύγουν δραστήριοι, καταρτισμένοι Έλληνες σε άλλες χώρες, ή το πώς (ή πότε) θα επιστρέψουν αυτοί που έχουν ήδη φύγει.
Ερευνητές από το Κέντρο Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (SEESOX) υπό τον συντονισμό του Μανώλη Πρατσινάκη σχεδίασαν και υλοποίησαν για λογαριασμό της διαΝΕΟσις μια νέα έρευνα για τη χαρτογράφηση του ελληνικού πληθυσμού που ζει στο Ηνωμένο Βασίλειο. Το δείγμα που συγκέντρωσαν και χρησιμοποίησαν στην έρευνα τους περιλαμβάνει 586 Έλληνες ηλικίας 18 και άνω, που είχαν ζήσει στο ΗΒ για τουλάχιστον τρεις μήνες πριν από την περίοδο που έγινε η έρευνα.
Η έρευνα, που περιλάμβανε 90 ερωτήσεις, διεξήχθη από τον Οκτώβριο του 2018 μέχρι τον Μάιο του 2019. Τα αποτελέσματα της, μερικά από τα οποία θα δούμε συνοπτικά παρακάτω, αναδεικνύουν εξαιρετικά ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά αυτού του πληθυσμού και της ζωής τους εκεί, τις στάσεις τους απέναντι στην Ελλάδα, αλλά και τις σημαντικές διαφοροποιήσεις που εμφανίζονται ανάμεσα στους “μετανάστες της κρίσης”, που πλέον είναι η πλειοψηφία, και τους παλαιότερους.
Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή, το 2001 στο Ηνωμένο Βασίλειο ζούσαν περίπου 35.000 άνθρωποι που δήλωναν ως τόπο γέννησης την Ελλάδα. Ήταν ένα μικρό αλλά οικονομικά εύρωστο τμήμα της ελληνικής διασποράς, που περιλάμβανε κυρίως τρεις διακριτές ομάδες: μια οικονομική ελίτ, εγκατεστημένη εδώ και δεκαετίες, με δραστηριότητα στον τραπεζικό τομέα και τη ναυτιλία, επαγγελματίες υψηλής κατάρτισης (ακαδημαϊκούς, γιατρούς, δικηγόρους κλπ.) και έναν μεγάλο αριθμό φοιτητών. Στην απογραφή του 2011 όλοι αυτοί είχαν φτάσει σχεδόν τους 37.000. Στη συνέχεια, όμως, ο αριθμός τους υπερδιπλασιάστηκε. Πλέον υπολογίζονται σε πάνω από 100.000.
Το μεταναστευτικό κύμα εξόδου κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας άλλαξε και την πληθυσμιακή και κοινωνική σύσταση της διασποράς στο Ηνωμένο Βασίλειο. Πλέον και άνθρωποι χαμηλότερης εκπαίδευσης επέλεγαν να μεταναστεύσουν εκεί, κατά κανόνα μάλιστα μικρότερων ηλικιών. Σήμερα οι Έλληνες μετανάστες στο ΗΒ είναι σχετικά νέοι, με το 44,6% των ενηλίκων να είναι κάτω των 35. Αυτό οφείλεται, πράγματι, κυρίως στους “μετανάστες της κρίσης” -που αντιπροσωπεύουν περίπου το 70% του συνόλου πλέον και είχαν μέση ηλικία τα 29 χρόνια όταν άφησαν την Ελλάδα για να εγκατασταθούν εκεί- αλλά, φυσικά, και με τον ακόμα μεγάλο αριθμό Ελλήνων φοιτητών (σχεδόν το 1/6 του ελληνικού πληθυσμού στη χώρα).
Αξίζει να αναφέρουμε εδώ πως, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα της έρευνας, οι “μετανάστες της κρίσης” διαφέρουν αρκετά από τους παλαιότερους μετανάστες σε κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά. Οι δεύτεροι, για παράδειγμα, δηλώνουν ως κυριότερο λόγο μετανάστευσης τις σπουδές, ενώ οι πρώτοι δηλώνουν κυρίως την αναζήτηση καλύτερης εργασίας σε σχέση με αυτήν που μπορούσαν να βρουν πίσω στην Ελλάδα -ενδιαφέρον είναι, δε, το ότι περίπου οι μισοί από αυτούς είχαν δουλειά στην Ελλάδα πριν φύγουν. Και οι μεν και οι δε, ωστόσο, αναφέρουν ως αίτια της αναχώρησης τους για το ΗΒ το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον της Ελλάδας, το οποίο αξιολογούν πολύ αρνητικά. Μολονότι οι επιμέρους αιτίες ήταν διαφορετικές, η βασική, η πηγαία μοιάζει να ήταν κοινή: έφυγαν επειδή δεν ήθελαν να είναι εδώ.
Γενικότερα, οι Έλληνες στο Ηνωμένο Βασίλειο φαίνεται ότι τα πηγαίνουν καλά, και δηλώνουν ευχαριστημένοι από τη ζωή τους, κυρίως στα οικονομικά θέματα. Σχεδόν όλοι (90,6%) εργάζονται, ενώ οι άνεργοι που ψάχνουν δουλειά είναι μόνο 2,4% (όλοι “μετανάστες της κρίσης”). Τα εισοδήματα τους είναι συγκρίσιμα του γενικού πληθυσμού της χώρας, με κάποιες διαφοροποιήσεις: οι παλαιότεροι μετανάστες κατά κανόνα έχουν υψηλότερα εισοδήματα από τους “μετανάστες της κρίσης”, ενώ κάποιοι από τους δεύτερους αναγκάζονται να εργάζονται σε θέσεις σχετικά κακοπληρωμένες, όπως στην εξυπηρέτηση πελατών ή ως βοηθοί. Μόνο το 45,6% των μεταναστών αυτών βρήκαν πρώτη δουλειά που είχε σχέση με το αντικείμενο των σπουδών τους -έναντι 74,8% των παλαιότερων. Μια άλλη αξιοσημείωτη αλλαγή, εξάλλου, είναι το ότι πλέον σχεδόν οι μισοί Έλληνες φοιτητές στο ΗΒ δηλώνουν ότι εργάζονται, κάτι που δεν συνέβαινε στο παρελθόν.
Ένα άλλο πράγμα που αναδεικνύεται και έχει ενδιαφέρον, είναι το ότι ο πληθυσμός των Ελλήνων στο Ηνωμένο Βασίλειο διαφέρει αξιοσημείωτα από τον πληθυσμό των Ελλήνων πίσω στην Ελλάδα, σε κάποια θέματα τουλάχιστον. Για παράδειγμα, το 75% των Ελλήνων εκεί έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση και η πλειοψηφία αυτών έχουν ολοκληρώσει και μεταπτυχιακά ή διδακτορικά -ποσοστά πολύ μεγαλύτερα όχι μόνο από τα αντίστοιχα πίσω στην Ελλάδα, αλλά μεγαλύτερα και από του γενικού πληθυσμού στο ΗΒ.
Άλλο παράδειγμα: σχεδόν οι μισοί Έλληνες του ΗΒ αυτοπροσδιορίζονται ως μη-θρήσκοι ή άθεοι, ενώ μόνο το 20% δηλώνουν ότι εκκλησιάζονται έστω και μία φορά το μήνα (το ποσοστό στην Ελλάδα πλησιάζει το 50%). Οι μισοί δηλώνουν ότι δεν πηγαίνουν στην εκκλησία ούτε στις γιορτές. Ή το άλλο: το 41% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι είχαν ψηφίσει στο δημοψήφισμα του 2015, και από αυτούς το 61,7% είχαν ψηφίσει “ναι” και 38,3% είχαν ψηφίσει “όχι”. Ποσοστά σχεδόν αντίστροφα του γενικού πληθυσμού.
Το πιο χαρακτηριστικό, όμως, ίσως να είναι κάτι άλλο: ο τρόπος που απαντούν στην ερώτηση για το αν θα προτιμούσαν μια δουλειά με μεγάλες αποδοχές, υψηλές προοπτικές ανάπτυξης αλλά χωρίς εργασιακή ασφάλεια, ή μια δουλειά με μέτριο μισθό, μικρές προοπτικές εξέλιξης αλλά σταθερότητα. Πάνω από 6 στους 10 Έλληνες που ζουν στην Ελλάδα επιλέγουν διαχρονικά τη σταθερότητα, ενώ λιγότεροι από 4 στους 10 προτιμούν τις υψηλότερες αποδοχές και προοπτικές. Αντίθετα, οι Έλληνες που ζουν στο Ηνωμένο Βασίλειο επιλέγουν ακριβώς τα ανάποδα (43% έναντι 57%).
Αυτές οι διαφορές ίσως εξηγούν εν μέρει και τις απαντήσεις τους στις ερωτήσεις που αποτυπώνουν το πώς βλέπουν την Ελλάδα και τους Έλληνες. Από ό,τι αποδεικνύεται, είναι μια σχέση περίπλοκη.
Μολονότι δηλώνουν πιο κοντά στην “ελληνική” από ό,τι στη “βρετανική” κουλτούρα, και περισσότεροι από τους μισούς δηλώνουν ότι η “ελληνική” τους ταυτότητα είναι πολύ σημαντική γι’ αυτούς, οι Έλληνες του ΗΒ ταυτόχρονα δηλώνουν ότι νιώθουν περισσότερο “πολίτες του κόσμου” ή “Ευρωπαίοι πολίτες” από ό,τι “μέλη της ελληνικής διασποράς”. Έχουν κοινωνικές σχέσεις με Έλληνες, αλλά δηλώνουν ότι έχουν σχέσεις και με Βρετανούς αλλά (ακόμα περισσότερο) και με πολίτες από άλλες χώρες. Το 89% δηλώνουν ότι πηγαίνουν “σπάνια” ή “ποτέ” σε εκδηλώσεις ελληνικών συλλόγων ή ενώσεων. Όταν τους ρωτήσαμε τι κατά τη γνώμη τους ορίζει την “ελληνική ταυτότητα”, περισσότερο και από την “κουλτούρα/τρόπο ζωής” ή τη γλώσσα, επιλέγουν κάτι άλλο: “την οικογένεια και τους φίλους”.
Το ότι έχουν στο μυαλό τους ως “Ελλάδα” περισσότερο τους ανθρώπους παρά οτιδήποτε άλλο τεκμηριώνεται και από άλλες απαντήσεις. Μολονότι δηλώνουν συναισθηματικά δεμένοι με τους ανθρώπους που έχουν αφήσει πίσω, δεν αισθάνονται καμία ηθική ή άλλη υποχρέωση απέναντι στη χώρα.
Αντίθετα με ό,τι γίνεται με άλλους διασπορικούς πληθυσμούς χωρών που αντιμετωπίζουν οικονομικές ή άλλες κρίσεις, για τους μετανάστες στο ΗΒ η αποστολή χρημάτων πίσω στην πατρίδα δεν είναι μια πρακτική συνηθισμένη. Μόνο ένα 11,6% δήλωσαν ότι στέλνουν συστηματικά χρήματα στην πατρίδα, κι άλλο ένα 25% δήλωσε ότι στέλνουν περιστασιακά. Κάτι που, βεβαίως, έχει σχέση και με το ότι το 71% δηλώνουν ότι η οικονομική κατάσταση της οικογένειας τους πίσω στην Ελλάδα είναι “καλή” ή “πολύ καλή”.
Πέρα από τους ανθρώπους, η εικόνα που έχουν για τη χώρα που άφησαν δεν είναι καλή. Εμφανίζουν ποσοστά εμπιστοσύνης στους ελληνικούς θεσμούς χαμηλότερα και από των Ελλήνων που ζουν με αυτούς τους θεσμούς στην Ελλάδα. Σχεδόν το 60% δηλώνουν ότι δεν ενδιαφέρονται να αναπτύξουν συνεργασίες με φορείς ή επιχειρήσεις στην Ελλάδα -οι κυριότεροι λόγοι που δίνουν για αυτή τη στάση είναι κυρίως η γραφειοκρατία και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς, ενώ εκφράζουν και μεγάλη απογοήτευση για τη στάση του ελληνικού κράτους απέναντι τους.
Όταν τους ρωτήσαμε για το συναίσθημα που αισθάνονται εντονότερα όταν σκέφτονται την Ελλάδα, επέλεξαν ως πρώτο τη “νοσταλγία”, αλλά ως δεύτερο αυτό που αποπνέει τις περισσότερες από τις απαντήσεις τους που αφορούν την πατρίδα: “απογοήτευση”.
Παρ’ όλα αυτά, το 52% λένε πως επικοινωνούν με φίλους ή συγγενείς από την Ελλάδα κάθε μέρα. Το 56% δηλώνουν ότι ενημερώνονται για την επικαιρότητα στην Ελλάδα κάθε μέρα. 7 στους 10 απάντησαν πως ναι, θα ήθελαν να ψηφίσουν στις ελληνικές εκλογές από τον τόπο κατοικίας τους (όταν έγινε η έρευνα δεν είχαν αποκτήσει ακόμα το δικαίωμα -ειδικά γι’ αυτό το θέμα). Δύο στους τρεις θέλουν κάποια στιγμή στο μέλλον να επιστρέψουν στην Ελλάδα, “εφόσον πληρούνται”, όπως γράφουν οι ερευνητές, “ορισμένες προϋποθέσεις”. Κι όταν τους ρωτήσαμε πόσο συχνά επισκέπτονται την Ελλάδα, το ποσοστό αυτών που δεν είχαν ταξιδέψει στην πατρίδα ούτε μία φορά τον τελευταίο χρόνο ήταν μόλις 7%.
Η έρευνα περιέχει, όπως είπαμε, ενενήντα ερωτήσεις που χαρτογραφούν αναλυτικά τα χαρακτηριστικά αυτού του πληθυσμού -εδώ αγγίξαμε ενδεικτικά μόνο λίγα από αυτά. Αναλύοντας τα δεδομένα και τα ευρήματα που προκύπτουν, η έκθεση των ερευνητών καταλήγει σε μια σειρά από προτάσεις πολιτικής που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στη στήριξη ή και την προσέλκυση μέρους αυτού του πληθυσμού πίσω στη χώρα μας, με παροχή κινήτρων και άλλα μέτρα (κάποια εκ των οποίων έχουν μάλιστα σε κάποιο βαθμό δρομολογηθεί έκτοτε).
Υπογραμμίζει, όμως, και τα βασικά, δομικά, κεντρικά προβλήματα που ανάγκασαν εξαρχής αυτό το τόσο δυναμικό, προοδευτικό και μορφωμένο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας να φύγει. “Τα ευρήματα αυτής της έρευνας”, γράφουν οι ερευνητές, “υποδεικνύουν ότι η οποιαδήποτε πολιτική για την ελληνική διασπορά οφείλει να επικεντρωθεί στην αποκατάσταση της αξιοπιστίας του ελληνικού κράτους στους ομογενείς”. Με άλλα λόγια, για να γυρίσει αυτός ο κόσμος πίσω ή, έστω, να διατηρήσει μια γόνιμη επαφή με τη χώρα καταγωγής του, πέρα από κίνητρα και καμπάνιες, θα πρέπει να κάνουμε κάτι πολύ πιο τολμηρό, θεμελιώδες και δύσκολο: να φτιάξουμε μια καλύτερη χώρα.
Πηγή: www.dianeosis.org/