Ημερολόγιο Γέφυρας 01/04.2024 : Ο Νικήτας, τα χαπάκια και το μπλε κοστούμι

Ο Νικήτας, τα χαπάκια και το μπλε κουστούμι

από το βιβλίο «ΘΑΛΑΣΣΙΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» του καπετάν Γιώργου Αμπουσελάμ


Ήταν μεγάλος στην ηλικία, αλλά γεροδεμένος και ερωτιάρης, ο συνάδελφος Ανθυποπλοίαρχος Νικήτας. Βρισκόμαστε στο Μοντεβιδέο της Ουρουγουάης τον καιρό του πολέμου, μια μέρα ίδια με τις άλλες.
Το διαφορετικό ήταν ότι ο Νικήτας, φορώντας για πρώτη φορά το καινούργιο του μπλε κουστούμι, μπανιαρισμένος και παρφουμαρισμένος, θα πήγαινε να  συναντήσει την αγαπημένη του Ντολόρες, μια στρουμπουλή Ουρουγουανή που ‘χε τα μισά του χρόνια.

Πριν σαλτάρει στον ντόκο, πήγε στη κάμαρα του αξέχαστου πρώτου Μηχανικού, μακαρίτη τώρα, τον παρακάλεσε για κάνα δυο θαυματουργά γερμανικά χαπάκια που ζωντάνευαν κοιμισμένες σεξουαλικές ορμές και επιθυμίες χρήσιμες για τον παθιάρη Νικήτα. Είχε ακούσει για τις δραστικές ιδιότητές τους στη τραπεζαρία αξιωματικών, σε συζήτηση σεξουαλικής ανεπάρκειας μεταξύ του Πρώτου και του Μαρκόνη.
– Σε παρακαλώ κύριε Πρώτε, δώσε μου κανά-δύο γερμανικά χαπάκια και θα σου είμαι υπόχρεος.
-Δεν θα είσαι με τα καλά σου Νικήτα. Πού θα βρω εγώ για τον εαυτό μου αλλά, τώρα με τον πόλεμο που η Γερμανία είναι κλειστή;

Που να ξεκολλήσει ο Νικήτας  που ‘θελε ντε και καλά να εντυπωσιάσει τη Ντολόρες με το σφρίγος του. Τελικά έκαμψε την άρνηση του Πρώτου, που του έδωσε ένα χαπάκι, λέγοντας του να πάρει το μισό γιατί ήταν πολύ ισχυρό. Ο Νικήτας άρπαξε το χαπάκι ευτυχισμένος, έσφιξε το χέρι του Πρώτου και πήγε στην κάμαρά του να πάρει την καμπαρντίνα του.
Εκεί κατάπιε ολόκληρο το χαπάκι μη δίνοντας σημασία στα λόγια του μακαρίτη Μηχανικού.

Σαλτάρει στον ντόκο, καμαρώνοντας σαν γύφτικο σκεπάρνι. Άντε στο Καλό και καλή δύναμη Καπετάν Νικήτα.
… Δεν είχε περάσει μια ώρα και ο Νικήτας ήταν πίσω με ταξί που σταμάτησε δίπλα κοντά στη σκάλα του βαποριού. Ήταν κάτωχρος, με περπατησιά αργή, παράξενη. Προσπερνώντας μου ζήτησε να πάω σε δέκα λεπτά στην κάμαρά του για να μου διηγηθεί το κάζο του. Εκείνη τη στιγμή έφτασε στα ρουθούνια μου έντονη δύσωσμη μυρωδιά.
Η μυρωδιά ήταν διάχυτη στην κάμαρα, με τον Καπετάν Νικήτα να φορά πιτζάμες και να ξεπλένει στην μπανιέρα το λερωμένο σώβρακο και παντελόνι του μπλε κουστουμιού.

Κρατώντας τη μύτη μου, άνοιξα το φινιστρίνι, ενώ ο Νικήτας άρχισε:
– Άστα Καπετάν Γιώργη, ρεζίλι των σκυλιών έγινα. Πήρα το λεωφορείο για να πάω στη Ντολόρες, ξέρεις, το 127. Ήταν γεμάτο κόσμο μ’ όλες τις θέσεις κατειλημμένες. Δεν είχαν περάσει δέκα λεπτά διαδρομής, όταν ξαφνικά ένιωσα ένα σφάχτη στην κοιλιά μου.
Κύρος ιδρώτας μ’ έλουσε, ενώ οι πόνοι έγιναν πιο έντονοι, Να μη στα πολυλέω, παρά τα σφιξίματά μου και τις προσπάθειες ν’ αποφύγω το μοιραίο, ένιωσα να μου φεύγουν και να γεμίζουν το καθαρό κολωνιαρισμένο σώβρακό μου. Να ‘ταν τρόπος να χαθώ, να με καταπιεί η γη, αλλά που; Στρυμωγμένος εκεί με τον κόσμο ν’ αρχίζει να φωνάζει να βγει έξω ο χεσμένος. Ο οδηγός σταμάτησε αμέσως, άνοιξε τις πόρτες και με πέταξαν στο δρόμο με βρισιές και κατάρες. Μετά από μισή ώρα πέρασε το ταξί που μ’ έφερε πληρώνοντας στον ταξιτζή τριπλή ταρίφα λόγω έντονης δυσοσμίας.

Τον λυπήθηκα τον φουκαρά καλοκάγαθο νησιώτη Νικήτα.
– Καλά μωρέ Νικήτα, έφαγες τίποτα που σε πείραξε; Μήπως είσαι κρυωμένος;
Λέγοντας βέβαια αυτά, ήξερα ότι το θαυματουργό γερμανικό χαπάκι που κατάπιε ολόκληρο ο Νικήτας και όχι το μισό όπως τον ορμήνεψε ο πλακατζής Πρώτος Μηχανικός ήταν δραστικό καθαρτικό ταχείας ενέργειας.

Ο φουκαράς συνάδελφος έριχνε και κλεφτές ματιές στη μπανιέρα με τα ρούχα και ειδικά στο  παντελόνι, μουρμουρίζοντας: “Δεν πρόλαβα να χαρώ και το μπλε κουστούμι. Μεγάλη η γκίνια μου…”
Άνοιξα την πόρτα λέγοντας στον Νικήτα να μην στεναχωριέται, γιατί η σκατίλα είναι τύχη, και καλά θα ‘κανε να ‘παιρνε λαχείο. Σαλτάρισα έξω απ’ τη κάμαρα, πριν προλάβει να μ’ αδράξει ο αξέχαστος Νικήτας. Πώς όμως να μπορέσει, αφού ήμουνα τότε πιτσιρικάς 18 χρονών;

Ας αναπαύσει ο Θεός την ψυχή και των δύο, του Πρώτου που χάθηκε πριν πολλά χρόνια τορπιλισμένος και του Καπετάν Νικήτα που πέθανε αρκετά μεγάλος πριν τρία χρόνια στο Μοντεβιδέο.


Την ιστορία αυτή έστειλε στο «Ημερολόγιο Γέφυρας» ο Βαγγέλης Μακρόπουλος, παλαίμαχος ασυρματιστής από τη Σύρο, ο οποίος απεικονίζεται στην παρακάτω φωτογραφία.