Ο καλός φίλος και παλιός ναυτικός Γαβριήλ Παναγιωσούλης, ο οποίος ζει με την οικογένεια του στο Μπρονξ της Νέας Υόρκης, μας έστειλε μια ανάμνησή του από τα βαπόρια. Η ιστορία έχει τίτλο «Σπατσαμέντο».
Σπατσαμέντο
Θα σε περιμένω.
Τα βίντσια του βαποριού δούλευαν με ένα εκκωφαντικό θόρυβο, ο ατμός που ξέφευγε σε κάθε τους κίνηση σφύριζε, ενωμένος με την αφόρητη ζέστη των τροπικών, και η οχλαγωγία των εργατών στο κατάστρωμα έκαναν την σκηνή σα να ήσουν στην κόλαση.
Φόρτωναν καφέ σε τσουβάλια, αυτά με την βυσσινή ρίγα στη μέση. Βιαζόταν να τελειώσει η φόρτωση καθότι είχαν βάλει αναχώρηση τα μεσάνυχτα.
Ο Βασίλης, μάγειρας από την Χαλκίδα με το πυκνό μαύρο μουστάκι του γλένταγε, τον κερνούσε στο σαλόνι ο πρώτος μηχανικός κι έφερνε μια δυο ζεϊμπέκικες στροφές. Zητούσε να ξεχάσει τον καημό του, η γυναίκα του του΄χε γράψει μην γυρίσεις, δεν σε θέλω.
Ο καπετάνιος κι αυτός είχε ανέβει στο φτερό της γέφυρας και παρακολουθούσε, την φιλενάδα του από τη Χιλή, την είχε ξεπροβοδίσει πριν από λίγο.
Ο πρώτος μηχανικός, ένας πειραιώτης κοντός, το έπαιζε κάπως μάγκας φορούσε παπούτσια αργεντίνικα μυτερά με τακούνι. Την δική του την είχε στείλει σπίτι της.
Εμένα μου φαινόταν παράξενο που κουβαλούσε πάντα την ίδια, του έλεγα ”γιατί δεν αλλάζεις γυναίκα, πάντα την ίδια κουβαλάς”;
”Μια ευχή σου δίνω, να μην σου τύχει”, έλεγε, κι εγώ μέσα στην ευτυχία της αγνωσίας μου τον νόμιζα τρελό.
Ο δεύτερος μηχανικός κατέβηκε στη μηχανή για προθέρμανση, ο ιδρώτας έτρεχε από τα πρόσωπα όλων μας, οι ναύτες περίμεναν να τελειώσουν οι εργάτες για να σενιάρουν το βαπόρι: να κατεβάσουν τις μπίγες, να βάλουν μετζανιά, μπουκαπόρτες μουσαμάδες των αμπαριών και σφήνες… Όλοι τρέχανε με μια βιασύνη λες δεν υπήρχε αύριο.
Μόνο αυτή δεν βιαζόταν. Καθόταν κάτω απ’την κολόνα του δρόμου και με περίμενε. Η σκέψη ότι κάποια με περίμενε με είχε αποξενώσει από τους άλλους συναδέλφους, ίσως να μην τους ενδιάφερε ή ζήλευαν, ή με θεωρούσαν αλήτη, όλοι αυτοί έδειχναν ότι δεν τους περίμενε κανένας.
Η Ελλάδα πολύ μακριά, ένα δίλλημα, μια ψυχολογική κατάσταση όπου οι αισθήσεις υπερέχουν, ένα κλείσιμο στον εαυτό σου, μια έλξη στο άγνωστο, μια έλξη από αυτό που δεν είχες γνωρίσει, αυτό που το έκανε τόσο ελκυστικό, η περιέργεια της περιπέτειας.
Πετάχτηκα έξω απ’ το βαπόρι, με περίμενε σιωπηλά εκεί, κάτω απ’ την κολώνα του δρόμου. Συναντηθήκαμε. Μετά από λιγάκι ακούστηκε η βραχνή σφυρίχτρα του βαποριού. Ξεκαθάρισε τη βραχνάδα της πετώντας γύρω της νερωμένο ατμό, που έπεσε σαν στάλες αφύπνισης στη γέφυρα.
Κοίταξα το ρολόι μου. Ακόμη δεν ήταν μεσάνυχτα. Μετά από λίγο ξανακούστηκε η σφυρίχτρα. Τούτη τη φορά τρεις μακρόσυρτες βραχνές, σημείο αποχαιρετισμού. Άρχισα να τρέχω να προλάβω, η πρύμη είχε ανοίξει με το όπισθεν, το βαπόρι κρατιόταν με έναν κάβο από την πλώρη. Ο καπετάνιος με είδε και χειρονομούσε από τη γέφυρα να βιαστώ. Εν τέλει μου πέταξαν μια ανεμόσκαλα κι ανέβηκα.
Ο καπετάνιος με κατάλαβε, καλό παιδί από την Θεσσαλονίκη, το όνομά του Αλέκος, το επώνυμο τελείωνε σε -ίδης. Όταν ερχόταν η δικιά του μέσα χόρευαν στο σαλόνι Τουίστ… κι εγώ τους σέρβιρα καφέ κι ότι άλλο έλεγε η ψυχή τους…
Κι αυτή έμεινε να με περιμένει, παρότι προσευχόμαστε να βρέξει ώστε να σταματήσει η φόρτωση, τούτη τη φορά δεν ακούστηκαν οι προσευχές μας, δεν έβρεξε.
_ Γαβριήλ Παναγιωσούλης