Τη βαθιά της θλίψη για τον θάνατο του Γεωργίου Μπίζου εξέφρασε η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, τονίζοντας ότι αποτέλεσε υπόδειγμα Έλληνα της ομογένειας, καθώς δεν έπαυσε ποτέ να εμπνέεται από τις αξίες και τα ιδανικά του Ελληνισμού, τη Δημοκρατία, την Ισότητα και την Ελευθερία, ενώ σημείωσε ότι θα αποτελεί για όλους μας πηγή έμπνευσης.
Ειδικότερα, η κ. Σακελλαροπούλου ανέφερε στη δήλωσή της:
«Ο θάνατος του Γεωργίου Μπίζου προκάλεσε σε όλους μας βαθιά θλίψη. Αποτελώντας υπόδειγμα Έλληνα της ομογένειας, δεν έπαυσε ποτέ να εμπνέεται από τις αξίες και τα ανθρωπιστικά ιδανικά του Ελληνισμού, τη δημοκρατία, την ισότητα και την ελευθερία.
Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές κατά του Απαρτχάιντ στη Νότιο Αφρική, στενός φίλος και δικηγόρος του Νέλσον Μαντέλα, τον οποίον υπερασπίστηκε στην περιβόητη δίκη της Ριβόνια. Υπήρξε αρχιτέκτονας του νέου Συντάγματος της Νοτίου Αφρικής, μετά την πτώση του Απαρτχάιντ. Αγωνίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του για την καταπολέμηση του ρατσισμού και για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Παράλληλα, ο Γεώργιος Μπίζος θεωρείται ο πατέρας της ιστορικής ελληνικής σχολής ΣΑΧΕΤΙ (SAHETI – South African Hellenic Educational and Technical Institute), η οποία αποτελεί φάρο ελληνικής παιδείας στη Νότιο Αφρική, και πρωτοστάτησε στην προσπάθεια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα στην Αθήνα.
Η μνήμη του θα είναι πάντοτε ζωντανή και θα αποτελεί για όλους μας πηγή έμπνευσης. Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένειά του και τους οικείους του».
Ο Γιώργος Μπίζος γεννήθηκε το 1927 στο Βασιλίτσι Μεσσηνίας. Έφυγε το 1941 μαζί με τον πατέρα του και έφτασαν ως πρόσφυγες στη Νότια Αφρική, όπου αργότερα σπούδασε νομικά και άρχισε να δικηγορεί το 1954. Για τους αγώνες του τιμήθηκε από πολλούς διεθνείς οργανισμούς. Μία εξ αυτών, το Μάιο του 2001, όταν ανακηρύχθηκε ύστερα από πρόταση της Διεθνούς Ακαδημίας Δικηγόρων, δικηγόρος της χρονιάς από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουάσινγκτον.
Το 2010 κυκλοφόρησε η αυτοβιογραφία του, «Οδύσσεια προς την ελευθερία» όπου ο Γιώργος Μπίζος περιγράφει το δικό του μοναχικό και δύσκολο ταξίδι. Από το 1941, όταν σε ηλικία 13 ετών, φεύγει από το Βασιλίτσι Μεσσηνίας με μία βάρκα, μαζί με τον πατέρα του, δήμαρχο τότε του χωριού, για να φυγαδεύσουν στην Κρήτη επτά Νεοζηλανδούς στρατιώτες τους οποίους είχε σώσει με κίνδυνο της ζωής του. Αντί για τη μεγαλόνησο, φτάνουν στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου τους μετέφερε ένα βρετανικό πλοίο, που τους περισυλλέγει μετά από μία φοβερή τρικυμία και από εκεί στη Ν. Αφρική, όπου ο Μπίζος συνέδεσε τη ζωή του με τη μοίρα του λαού της αφρικανικής χώρας.
Ο ίδιος, στο τέλος του βιβλίου αντί επιλόγου, παραθέτει την «Ιθάκη» του Καβάφη, αφού όπως λέει, κάθε Έλληνας της Διασποράς, κουβαλά μέσα του δύο πατρίδες, χωρίς να μπορεί να πει ποια αγαπά περισσότερο.
Πηγή: ΑΠΕ
Επιμέλεια: Φούλη Ζαβιτσάνου