Τα θυρανοίξια του ιστορικού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Κάιρο το περασμένο Σάββατο, το γεγονός της χρονιάς για την Ελληνική Κοινότητα Καΐρου.
Χοροστατούντος του Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρου Β’ και με τιμώμενο πρόσωπο της τελετής την κυρία Αικατερίνη Σοφιανού Μπελεφάντη, αρχόντισσα του Πατριαρχείου πραγματοποιήθηκαν οι σχετικές εκδηλώσεις. Πλήθος κόσμους και σύσσωμη η διοίκηση της ΕΚΚ στους εορτασμούς με προεξέχοντα τον πρόεδρο της Κοινότητας κ. Χρήστο Καβαλή ο οποίος τιμήθηκε με το παράσημο του τάγματος του Αγίου Μάρκου. Την ελληνική κυβέρνηση εκπροσώπησε η υπουργός Παιδείας κ. Σοφία Ζαχαράκη, ενώ παρευρέθηκε και ο Γενικός Γραμματέας Αποδήμου Ελληνισμού κ. Γιάννης Χρυσουλάκης εκ μέρους του Υπουργείου Εξωτερικών.
Οι εκδηλώσεις για τα θυρανοίξια του ναού Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης είχαν κάτι από βυζαντινή μεγαλοπρέπεια, αντάξια ίσως της ίδιας της εκκλησίας, δεδομένου ότι η αρχιτεκτονική της είχε καταφέρει να συγκεράσει άριστα μια σειρά από στοιχεία βυζαντινής παράδοσης και αρχαιοελληνικού κάλλους. Τη λειτουργία όπως και την τελετή των θυρανοιξίων τέλεσε ο ίδιος ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρος Β’, παρουσία πλήθος κόσμους αλλά και αρκετών εκπροσώπων του ανώτερου κλήρου όπως και πολλών ιερέων.
Ξεχωριστή ήταν δε η παρουσία της κ. Αικατερίνης Σοφιανού – Μπελεφάντη, αρχόντισσας του Πατριαρχείου, η οποία ήταν και το τιμώμενο πρόσωπο δεδομένου ότι χωρίς την δική της συνδρομή δεν θα ήταν εφικτή η ανακαίνιση του ναού. Γι’ αυτή της την προσφορά η κ. Μπελεφάντη τιμήθηκε από την Πατριάρχη με το οφίκιο της Πρέσβειρας του απόδημου Ελληνισμού και της Ομογένειας.
Τα εύσημα του Πατριάρχη, δέχτηκε αντίστοιχα και ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου κ. Χρήστος Καβαλής, ο οποίος τιμήθηκε με το παράσημο του τάγματος του Αγίου Μάρκου, σε ένδειξη αναγνώρισης όχι μόνο της δικής του συνεισφοράς αλλά και του συνόλου της Κοινότητας για την αποπεράτωση ενός εξαιρετικά δύσκολου έργου.
Να σημειώσουμε άλλωστε, πως η Κοινότητα ήταν αυτή που σε πρώτη φάση ανέλαβε την αποκατάσταση του ναού, δείχνοντας έτσι και τη συνέχεια αυτής της «στόφας» των Αιγυπτιωτών που παρά το γεγονός ότι έχουν απομείνει λίγοι στην Αφρική, εντούτοις εξακολουθούν και έχουν τις ίδιες αρχές με τα ιδρυτικά της μέλη. «Η αποκατάσταση του Ιερού Ναού Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης, ήταν μία συλλογική προσπάθεια, ενώ αποτέλεσε ένα έργο πνοής για την Ελληνική Κοινότητα Καΐρου» ανέφερε σχετικά ο κ. Χρήστος Καβαλής, στο πλαίσιο συνέντευξης τύπου που δόθηκε προς τους εκπροσώπους των ΜΜΕ, το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής 27 Σεπτεμβρίου.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΕΚΚ, τέσσερα ήταν τα κίνητρα που οδήγησαν στην ανάληψη του συγκεκριμένου έργου, συνολικού κόστους 700.000 ευρώ. «Το πρώτο κίνητρο ήταν η πίστη μας ότι υπάρχει μέλλον και το γεγονός ότι κάθε ναός στην Αίγυπτο έχει τη δική του ομορφιά και τη δική του ιστορικότητα. Το δεύτερο κίνητρο έχει να κάνει με το τεράστιο έργο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας σε όλη την Αφρική και τη δική μας ανταπόκριση σε όλη αυτή την προσπάθεια που κάνει. Το τρίτο κίνητρο αφορά στην ευγενική προσφορά της κ. Σοφιανού – Μπελεφάντη, η χορηγία της οποίας μας έδωσε εκείνο το απαραίτητο μαξιλάρι για να προχωρήσουμε. Αν δεν είχαμε αυτό το μαξιλάρι δεν θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε αυτό το τεράστιο για τις δυνατότητές μας έργο. Το τέταρτο κίνητρο σχετίζεται με τον ίδιο τον ναό και την ιστορικότητά του, γεγονός το οποίο τον κάνει να αποτελεί σημείο αναφοράς για όλους τους Έλληνες της Αιγύπτου» τόνισε χαρακτηριστικά ο κ. Καβαλής.
Στη συγκεκριμένη συνέντευξη τύπου το Πατριαρχείο εκπροσώπησε ο Μητροπολίτης Γουϊνέας Γεώργιος, ο οποίος λαμβάνοντας πρώτος το λόγο, ανέφερε πως τα θυρανοίξια του Ιερού Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης επιβεβαιώνουν τη συνέχεια του Ελληνισμού στη χώρα του Νείλου, σε μια περίοδο που οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας, Αιγύπτου και Κύπρου έχουν γίνει ακόμη πιο στενές. «Δεν είμαστε ούτε ξένοι, ούτε επισκέπτες, είμαστε ένα μικρό κομμάτι της Αιγύπτου» σημείωσε ο Σεβασμιότατος.
Την ελληνική πολιτεία εκπροσώπησε η υφυπουργός Παιδείας κ. Σοφία Ζαχαράκη, το ΥΠΕΞ ο Γενικός Γραμματέας Αποδήμου Ελληνισμού κ. Γιάννης Χρυσουλάκης ενώ το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ο κ. Γιάννης Αμανατίδης, πρώην υφυπουργός εξωτερικών αρμόδιος για εκκλησιαστικά θέματα. Την Αιγυπτιακή κυβέρνηση εκπροσώπησε ο υπουργός αρχαιοτήτων κ. Χαλέντ Ελ Ανάνι ο οποίος δήλωσε εντυπωσιασμένος από το αποτέλεσμα και τόνισε την μακραίωνη ελληνο-αιγυπτιακή φιλία και την μεγάλη συμβολή του Ελληνισμού της Αιγύπτου στην αιγυπτιακή κοινωνία, οικονομία και πολιτισμό. Παράλληλα, το παρόν στις εκδηλώσεις έδωσε o εκπρόσωπος του ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη των σουνιτών μουσουλμάνων της Αιγύπτου Σείχης Αλ Αζάρ, κ. Μοχάμεντ Άλ Αμίρ, ενώ παρέστησαν επίσης εκπρόσωποι της κοπτικής και αρμενικής εκκλησίας. Να σημειώσουμε πως οι σχετικές τελετές ξεκίνησαν την Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου με τον εσπερινό, αλλά και τη μεγάλη συναυλία της Ευανθίας Ρεμπούτσικα που ακολούθησε στον προαύλιο χώρο του ναού.
Οι συντελεστές της αποκατάστασης
Οι εργασίες αποκατάστασης, δεδομένης της ευρείας φθοράς τόσο στα θεμέλια, όσο και στα δομικά στοιχεία, έγιναν σε χρόνο ρεκόρ. Σχεδόν ένα χρόνο διήρκεσαν και δεν θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν εάν όχι μόνο οι χρηματοδότες του αλλά και όλοι οι συντελεστές, δεν είχαν μεράκι για να παραδώσουν στην ιστορία και στις μελλοντικές γενιές των Ελλήνων ένα σπουδαίο μνημείο. Τις εργασίες παρακολουθούσε σε προσωπικό επίπεδο και έδινε τις κατευθύνσεις του, ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής κ. Θεόδωρος, ο οποίος ενημερωνόταν από τον Μητροπολίτη Μέμφιδος και Πατριαρχικό Επίτροπο Καΐρου κ. Νικόδημο.
Η Μεγάλη Ευεργέτιδα της Ε.Κ.Κ κ. Αικατερίνη Σοφιανού Μπελεφάντη είχε καθημερινή επικοινωνία τόσο με τον πρόεδρο της Ε.Κ.Κ κ. Χρήστο Καβαλή όσο και την Προϊστάμενη της Εφορείας Ναών κ. Χρυσάνθη Σκουφαρίδου, οι οποίοι ήταν οι ακοίμητοι φύλακες της πορείας των εργασιών. Το σχεδιασμό και την επίβλεψη της αποκατάστασης του ναού, είχε ο πολιτικός μηχανικός κ. Μιχάλης Μπίσκος. Ενώ καθοριστική ήταν και η συμβολή του μηχανικού της Ε.Κ.Κ κ. Μίνα Μέτχαντ. Τη συμβολική ημέρα της ενθρόνισής του, ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας επισκέφθηκε τον Ι.Ν Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης.
Ο ναός έχει «αναγεννηθεί» τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό του. Μπαίνοντας στην κεντρική είσοδο ο επισκέπτης θα δει ότι ο περιβάλλοντας χώρος έχει αναμορφωθεί. Έγιναν επισκευές στο περιμετρικό περίβλημα, στις κολώνες, στο κωδωνοστάσιο και τους εξωτερικούς τοίχους του ευρύτερου οικοπέδου. Το έδαφος έχει επενδυθεί με καινούργιες πλάκες και ο τοίχος της περίφραξης έχει βαφτεί. Αποκατάσταση έχει γίνει και στο εξωτερικό του ναού. Καθαιρέθηκε ο περιμετρικός δακτύλιος που έχει διαβρωθεί, και όλος ο ναός βάφτηκε στο χρώμα της ώχρας και όχι γκρι όπως ήταν στην πρωθύστερη μορφή του. Οι βαριές ξύλινες πόρτες επισκευάσθηκαν και συντηρήθηκαν και αυτές αναδεικνύοντας τον μοναδική τεχνική της κατασκευής τους. Επίσης στο ναό έγιναν αρκετές υπόγειες εργασίες που αφορούσαν στη δημιουργία ενός αγωγού που διοχετεύει τα ύδατα από το Νείλο (όταν ανεβαίνει ο υδροφόρος ορίζοντας) προκειμένου να αντιμετωπιστεί το οξύ πρόβλημα υγρασίας του ναού. Πλέον όταν ανεβαίνει ο υδροφόρος ορίζοντας, τα υπόγεια ύδατα διοχετεύονται πλέον στο υπόγειο αντλιοστάσιο του αγωγού αφυδάτωσης και δεν ανεβαίνουν στο κτήριο. Κατά το πρώτο στάδιο των εργασιών έγιναν υπόγειες εργασίες, που αφορούσαν στη δημιουργία ενός σύγχρονου αποστραγκιστικού δικτύου, που διοχετεύει τα ύδατα από το Νείλο προκειμένου να αντιμετωπιστεί το οξύ πρόβλημα υγρασίας του ναού και μονώθηκαν.
Όμως ολική και μάλιστα εκ βάθρων ήταν η ανακαίνιση και στο εσωτερικό του ναού. Επισκευάσθηκαν όλα τα αποσαθρωμένα επιχρίσματα, οι ρωγμές, τα ξύλινα και μεταλλικά κουφώματα, τα μάρμαρα και η νότια κύρια είσοδος. Αντικαταστάθηκαν τα φύλα αμιάντου της σκεπής, επισκευάσθηκαν οι εξωτερικοί δοκοί και τα αποσαθρωμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία περιμετρικά του ναού, του κωδωνοστασίου, του μεταλλικού κιγκλιδώματος. Κατά την αποκατάστασή του αναδείχθηκε και ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα. Η συνεχώς αναδυόμενη υγρασία είχε διαβρώσει και τις κολώνες. Ο πολιτικός μηχανικός κ. Μπίσκος έκανε αγώνα δρόμου για την υποστήριξή τους. Αποκατέστησε τις κολώνες στην αρχική τους μορφή. Ενώ παράλληλα έξω από το ναό είχε δημιουργήσει ένα εργαστήριο – εκμαγείο για την αναπαραγωγή των διακοσμητικών στοιχείων του ναού.
Με μεράκι και πολύ προσοχή έγινε η λεπτεπίλεπτη εργασία της συντήρησης των εικόνων και των τοιχογραφιών. Συντηρητές πάνω στα ικριώματα με τα πινέλα τους αποκατέστησαν τα εντυπωσιακά χρώματα των τοιχογραφιών. Επίσης συντηρήθηκαν και επισκευάσθηκαν τα ξύλινα στασίδια, ο θρόνος του Αρχιερέα και οι θέσεις των επισήμων του Πρέσβη της Ελλάδος, του Πρέσβη της Κύπρου, του Γενικού Προξένου του Προέδρου της Ε.Κ.Κ.
Η ιστορία
Η ιστορία του ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης είναι άμεσα συνυφασμένη με την ιστορία της Ε.Κ.Κ. Η κ. Βίλλυ Πολίτη – Ζούε (Μέλος της Διαχειριστικής Επιτροπής και Επόπτης Γραφείων της Ε.Κ.Κ) στο βιβλίο της «Ιερός Κοινοτικός Ναός Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης», καταγράφει την ιστορία του εμβληματικού ναού. Κτήτορας του ναού είναι o Nέστορας Τσανακλής (ο δεύτερος πρόεδρος της Ε.Κ.Κ), ο οποίος προσέφερε για την ανέγερσή του 30.000 λίρες Αιγύπτου.
Το Δεκέμβριο του 1906 οι αδελφοί Κυριαζή (Ευστάθιος Επαμεινώνδας και Γεώργιος), πουλούν στην Ελληνική Κοινότητα Καΐρου ένα οικόπεδό τους που βρίσκεται στο Μπουλάκο, προκειμένου να ανεγερθεί εκεί ο κοινοτικός ναός. Το οικόπεδο έχει έκταση 4.439.749 τ.μ και επωλήθη έναντι 1.331.923,80 Γ.Δ (Γρόσια Διατιμήσεως). Ο μακαριστός μητροπολίτης Λεοντοπολεως Τίτος, στο βιβλίο του για την ιστορία του ναού, αναφέρει αυτός ότι εκτείνεται συνολικά σε 1.000τ.μ. Αρχιτέκτονες του ναού είναι ο Δημήτριος Φαβρίκιος Πασάς και οι Αχιλλεύς και Πάτροκλος Καμπανάκης, ενώ εργολήπτης ο Ανδρέας Σάββας.
Το ύψος του ναού είναι 35 μέτρα και ο θόλος με το σταυρό 28 μέτρα. Δέος προκαλεί στους πιστούς ο θόλος καθώς έχει διάμετρο 15 μέτρα. Σύμφωνα με το βιβλίο του Λεοντοπόλεως Τίτου, αρχικά ο ναός είναι τέσσερα αλεξικέραυνα, και φωτιζόταν με 350 – 400 ηλεκτρικούς λαμπτήρες! Ο ρυθμός του είναι ελληνοβυζαντινός και αποπνέει το σύγχρονο, για τις αρχές του 20ου αιώνα, νεοελληνικό χαρακτήρα. Ο θεμέλιος λίθος του ναού μπαίνει τον Ιανουάριο του 1907. Επτά χρόνια μετά, το 1914, τελούνται με κάθε επισημότητα τα εγκαίνια του εντυπωσιακού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Παρόν ήταν ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Φώτιος, πολλοί πρόεδροι Ελληνικών Κοινοτήτων της Αιγύπτου, διπλωμάτες και πάροικοι. Μετά τα εγκαίνια, όπως αναφέρει η κ. Βίλλυ Πολίτη Ζούε στο βιβλίο της, μοιράσθηκε στους παρεβρισκομένους ένα αναμνηστικό δίπλωμα το οποίο φέρει την εικόνα των Αγίων και Ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης και ένα σχέδιο του ναού.
Μετά τα εγκαίνια η Κοινοτική Επιτροπή ασχολήθηκε και με την ολοκλήρωση της διακόσμησης του ναού. Τον Ιούλιο του 1914, ανέθεσε στον Περικλή Τσιριγώτη, το σχέδιο της διακόσμησής του και τις εικόνες που έπρεπε να φιλοτεχνηθούν. Το 1915 προσελήφθη ο ζωγράφος Κοτζαμπάνογλου για να φιλοτεχνήσει πέντε εικόνες του τέμπλου. Σχεδόν ένα χρόνο μετά, η οικογένεια Κότσικα χρηματοδότησε κάποια έργα που φιλοτέχνησε ο Τσιριγώτης. Το 1949 ολοκληρώθηκε η εσωτερική διακόσμηση του ναού από το ζωγράφο Γ. Πάντζο. Το 1957 ο ζωγράφος Δημήτρης Βασιλείου φιλοτέχνησε την προσωπογραφία του Προφήτη Ηλία, το 1959 την τοιχογραφία του Μυστικού Δείπνου και το 1962 τις εικόνες του Αγίου Νέστορος και της Καθόδου εις Άδην. Ζωγράφισε επίσης με επίχρυσα αστέρια το θόλο του ναού.
Αποστολή στο Κάιρο: Γιώργος Διονυσόπουλος