Οι ύποπτες παρακρατήσεις μισθών, η εμπορία των Ελλήνων μεταναστών στην Ουρουγουάη και την Αργεντινή και των παιδιών πολύτεκνων οικογενειών που στέλνονταν σε συγγενείς στη Λατ. Αμερική, οι συνθήκες ψυχολογικής βίας και καταναγκασμού περιγράφουν την κατάσταση που επικρατούσε κατά την διάρκεια του Μεσοπολέμου τόνισε ο καθηγητής της Ελληνικής ιστορίας, συγγραφέας και ερευνητής Αναστάσιος Τάμης με έδρα την Μελβούρνη της Αυστραλίας, συνεχίζοντας την αφήγηση για την ιστορία της ελληνικής μετανάστευσης στην εκπομπή «Η Παγκόσμια Φωνή μας» στο ραδιόφωνο της Φωνής της Ελλάδος και στους Δημήτρη Κοντογιάννη και Πέτρο Δίπλα. Μια κατάσταση που άρχισε να τιθασεύεται με την ίδρυση Γεν. Προξενείου στο Μπουένος Αυρες της Αργεντινής υπο τον διπλωμάτη καριέρας Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο το 1926.
Ο ελληνισμός δεν ήταν αμέτοχος των εξελίξεων στην μητέρα πατρίδα και κάπου 20 χιλ. μετανάστες ήλθαν να πολεμήσουν στους πολέμους που έδωσε η χώρα. Κι αυτό γιατί την ελληνοοθωμανική προοπτική της περιόδου 1880-1908 διαδέχθηκε η προοπτική της ενσωμάτωσης του ιστορικού ελληνισμού της Μικράς Ασίας, του Πόντου και άλλων περιοχών στο σύγχρονο Ελληνικό κράτος. Σύμφωνα με τον κ. Τάμη, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους, οι Έλληνες της Λατ. Αμερικής εμπνέονταν απο αισθήματα κυριαρχίας και ξεκίνησαν να μιλάνε για την Κωνσταντινούπολη ως πρωτεύουσα της Μεγ. Ελλάδας και ήθελαν να βοηθήσουν για να επικρατήσει ο χριστιανικός πληθυσμός στην Ανατολή. ¨Ομως, οι ελληνικές παροικίες διχάσθηκαν σε βενιζελικές και φιλοβασιλικές μετά την Μικρασιατική Καταστροφή.