Για πρώτη φορά ο Έλληνας Πρόεδρος της Pfizer Άλμπερτ Μπουρλά μοιράστηκε την ιστορία των γονιών του μιλώντας σε εκδήλωση για το ολοκαύτωμα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ.
Η εφημερίδα “Καθημερινή” δημοσιεύει την εξιστόρηση του ομογενή ιδρυτή και προέδρου της Pfizer Άλμπερτ Μπουρλά για τη ζωή των Εβραίων γονιών του, που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη και πως κατάφεραν να ξεφύγουν την εκτέλεση. Η ομιλία έγινε στο Κογκρέσο των ΗΠΑ σε εκδήλωση για τη Διεθνή κληρονομιά των Σεφαραδιτών, όπου είχε κληθεί να μιλήσει.
Απόσπασμα της ομιλίας του Άλμπερτ Μπουρλά
“Αυτή την εβδομάδα τιμήσαμε τη Διεθνή Ημέρα Μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, έτσι ώστε οι ιστορίες των θυμάτων και των επιζώντων να μην ξεχαστούν. Προς μεγάλη μου τιμή, κλήθηκα να συμμετάσχω κι εγώ στη Διεθνή Κληρονομιά των Σεφαραδιτών στο Κογκρέσο και να μοιραστώ την ιστορία μου.
Μνήμη. Πολλοί επιζώντες του Ολοκαυτώματος δεν μίλησαν ποτέ στα παιδιά τους για τη φρίκη που έζησαν, τους ήταν πολύ οδυνηρό. Στη δική μου οικογένεια το συζητούσαμε συχνά. Γιατί ήθελαν να θυμόμαστε τις ζωές που χάθηκαν, την αξία μιας ανθρώπινης ζωής.
Όταν οι γονείς μου μιλούσαν για το Ολοκαύτωμα, δεν ένιωθαν θυμό, εκδίκηση ή μίσος. Έλεγαν πόσο τυχεροί ήταν που ζούσαν και πως έπρεπε να τιμούμε τη ζωή και να προχωράμε μπροστά.
Αυτή είναι η ιστορία του Μωυσή και της Σάρα Μπουρλά, των αγαπημένων μου γονέων.
Οι πρόγονοί μας έφυγαν από την Ισπανία και εγκαταστάθηκαν στην τότε οθωμανική Θεσσαλονίκη.
Πριν ξεκινήσει ο Χίτλερ να προελαύνει στην Ευρώπη, υπήρχε στη Θεσσαλονίκη μια ακμάζουσα σεφαραδική εβραϊκή κοινότητα. Σε μια εβδομάδα από την κατοχή, οι Γερμανοί εκδίωξαν εκατοντάδες εβραϊκές οικογένειες και κατάσχεσαν τα σπίτια τους. Σε λιγότερο από τρία χρόνια εξόντωσαν την κοινότητα. Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στην Ελλάδα, ζούσαν περίπου 50.000 Εβραίοι στην πόλη. Μέχρι το τέλος του πολέμου είχαν επιβιώσει μόνο 2.000, μεταξύ αυτών οι δυο γονείς μου.
Η οικογένεια του πατέρα μου εκδιώχθηκε από το σπίτι της και μεταφέρθηκε σε ένα από τα εβραϊκά γκέτο. Μπορούσαν να κυκλοφορούν μέσα και έξω, αρκεί να φορούσαν το κίτρινο αστέρι.
Τον Μάρτιο του 1943, το γκέτο πολιορκήθηκε από τις δυνάμεις κατοχής και η έξοδος σφραγίστηκε. Ο πατέρας μου, ο Μωυσής, και ο αδελφός του, ο Ιντο, βρίσκονταν έξω. Όταν πλησίασαν, συνάντησαν τον πατέρα τους. Τους ζήτησε να φύγουν και να κρυφτούν. Εκείνος όμως έπρεπε να μπει, γιατί η γυναίκα του και τα άλλα παιδιά του ήταν σπίτι. Αργότερα όλοι τους μεταφέρθηκαν στο Άουσβιτς – Μπίρκεναου. Ο Μωυσής και ο Ιντο δεν τους είδαν ποτέ ξανά.
Ο πατέρας και ο θείος μου διέφυγαν στην Αθήνα, κατάφεραν να αποκτήσουν ψεύτικες ταυτότητες με χριστιανικά ονόματα. Έζησαν εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου ως Μανώλης και Βασίλης.
Η οικογένεια της μητέρας μου μεταφέρθηκε κι εκείνη σε ένα σπίτι μέσα στο γκέτο. Η μητέρα μου, ενώ έπρεπε να κρύβεται στο σπίτι όλο το εικοσιτετράωρο, διακινδύνευε να βγαίνει. Σε μια από αυτές τις βόλτες συνελήφθη.
Εστάλη σε τοπική φυλακή. Ήταν γνωστό ότι, κάθε μέρα, μερικοί από τους κρατουμένους φορτώνονταν σε ένα φορτηγό για να εκτελεστούν. Ο θείος μου, Κώστας Δημάδης, πλησίασε τον Μαξ Μέρτεν, γνωστό εγκληματία πολέμου, επικεφαλής των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής. Τον πλήρωσε, με την υπόσχεση ότι η μητέρα μου δεν θα εκτελεστεί. Αλλά η αδελφή της δεν εμπιστευόταν τους Γερμανούς και πήγαινε στη φυλακή για να παρακολουθεί το φορτηγό που μετέφερε τους κρατουμένους. Και μια μέρα είδε αυτό που φοβόταν: τη μητέρα μου στο φορτηγό.
Έτρεξε να το πει στον άνδρα της, ο οποίος κάλεσε αμέσως τον Μέρτεν. Προσπάθησε να τον ρίξει στο φιλότιμο που δεν τήρησε τον λόγο του. Ο Μέρτεν έκλεισε απότομα το τηλέφωνο.
Εκείνη η νύχτα ήταν η μεγαλύτερη στη ζωή της θείας και του θείου. Την επομένη η μητέρα μου παρατάχθηκε σε έναν τοίχο με άλλους κρατουμένους. Λίγες στιγμές πριν εκτελεστεί, έφθασε ένας στρατιώτης και έδωσε κάποια χαρτιά στον άνδρα που ηγείτο της εκτέλεσης.
Απομάκρυναν από τον τοίχο τη μητέρα μου. Καθώς έφευγαν, η μητέρα μου άκουγε τους πυροβολισμούς που έριχναν νεκρούς όσους είχαν μείνει πίσω. Αυτός ο ήχος την ακολούθησε στο υπόλοιπο της ζωής της. Λίγο μετά αφέθηκε ελεύθερη.
Οκτώ χρόνια αργότερα, οι γονείς μου γνωρίστηκαν σε ένα προξενιό. Παντρεύτηκαν. Έκαναν δύο παιδιά – εμένα και την αδελφή μου, τη Σέλι.
Ο πατέρας μου είχε δύο όνειρα για εμένα. Ήθελε να γίνω επιστήμονας και να παντρευτώ μια καλή Εβραία. Είμαι ευτυχής που έζησε αρκετά ώστε να δει και τα δύο του όνειρα να πραγματοποιούνται. Δυστυχώς, πέθανε πριν γεννηθούν τα παιδιά μας. Είχαμε όμως την ευλογία να τα ζήσει η μητέρα μου.
Αυτή είναι η ιστορία των γονιών μου. Για πρώτη φορά σήμερα τη μοιράζομαι δημόσια.
Ήθελα να μοιραστώ την ιστορία δύο απλών ανθρώπων που έζησαν το μίσος αλλά έχτισαν μια ζωή γεμάτη αγάπη. Δύο ανθρώπων των οποίων τα ονόματα δεν είναι γνωστά, αλλά των οποίων η ιστορία έχει πλέον μοιραστεί με τα μέλη του Κογκρέσου – το μεγαλύτερο και πιο δίκαιο νομοθετικό σώμα του κόσμου. Αυτό με κάνει υπερήφανο.
Μνήμη λοιπόν. Δεν περιμένω να θυμάστε τα ονόματά τους, σας παρακαλώ να θυμάστε την ιστορία τους. Η μνήμη δίνει σε όλους μας την πεποίθηση, το θάρρος να διασφαλίσουμε ότι η ιστορία τους δεν θα επαναληφθεί ποτέ”.
Πηγή: Καθημερινή