«Σας μεταφέρω το συναίσθημα του απόδημου Ελληνισμού της Αυστραλίας ότι η ελληνική νομοθεσία υποτιμά τα οράματα και τις προσδοκίες του απόδημου Ελληνισμού προς μια ισότιμη σχέση και πορεία», αναφέρει εισαγωγικά ο Γιώργος Μεσσήνης, οικονομολόγος, καθηγητής του πανεπιστημίου της Βικτώρια στην Αυστραλία, σε άρθρο του στην Εφημερίδα των Συντακτών για τη σχέση του απόδημου ελληνισμού με την μητρόπολη και συνεχίζει:
«Ο μεν παρών νόμος του 2019 καθορίζει το δικαίωμα ψήφου στον τόπο διαμονής τους σε όσους έχουν ζήσει δύο χρόνια στην Ελλάδα τα τελευταία 35 χρόνια και έχουν υποβάλει φορολογικές δηλώσεις πρόσφατα, με εξαίρεση τους νέους κάτω των 30 ετών όταν η μητέρα ή ο πατέρας έχουν ΑΦΜ. Το δε πρόσφατο νομοσχέδιο Βορίδη χορηγούσε στους απόδημους δικαίωμα ψήφου άνευ όρων (χωρίς το δικαίωμα του εκλέγεσθαι) με ενσωμάτωση στους εκλογικούς καταλόγους της καταγωγής τους, κάτι που ισοδυναμεί με μια απλή αύξηση των ψηφοφόρων στην Ελλάδα.
Διαχρονικά, υπάρχει μια ασύμμετρη μεταχείριση των αποδήμων και αυτό είναι εμφανές στον ισχύοντα νόμο του 2019. Πρώτον, η στέρηση του δικαιώματος του εκλέγεσθαι μαζί με την ενσωμάτωση της ψήφου των αποδήμων στους εκλογικούς καταλόγους της καταγωγής τους υποδηλώνει μια αποκλειστική αναφορά στα ελληνικά δεδομένα και αγνοεί τα ιδιαίτερα ζητήματα που αφορούν τους απόδημους στον χώρο διαμονής τους.
Τα ζητήματα αυτά έχουν σχέση με την Ελλάδα, αλλά προτρέπουν και σε μια ιδιόμορφη θεσμική αντιπροσώπευση έτσι ώστε οι εκπρόσωποι των αποδήμων να εστιάζουν στα τοπικά θέματα στον τόπο διαμονής και να αλληλοτροφοδοτούν τις δια-κρατικές κοινωνίες με τεχνογνωσία και ευθύνη. Έτσι δεν θα αλλοιώνεται ο χαρακτήρας του θεσμικού ρόλου των αντιπροσώπων στη συγκεκριμένη επικράτεια και ταυτοχρόνως οι απόδημοι δεν θα επεμβαίνουν αποφασιστικά σε ζητήματα που αφορούν τον τόπο καταγωγής. Συνοπτικά, τα παραπάνω μας καλούν προς αναθεώρηση της εκπροσώπησης των αποδήμων όπου η προσοχή θα στρέφεται προς τις ανάγκες των αποδήμων στον τόπο διαμονής που αφορούν τον Ελληνισμό.
Δεύτερον, η ελληνική κοινωνία έχει την εντύπωση ότι η επιθυμία για ψήφο εκ μέρους των αποδήμων είναι μηδαμινή μια και οι αιτήσεις για εγγραφές στην πλατφόρμα του υπουργείου Εσωτερικών είναι ελάχιστες. Μια τέτοια ερμηνεία όμως θα ήταν άδικη, αν η κύρια αιτία είναι τα ασφυκτικά κριτήρια συμμετοχής. Το πιο πιθανόν είναι ότι οι απόδημοι θεωρούν τη συμμετοχή στις ελληνικές εκλογές σημαντική μόνο όταν τους δοθεί το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Επίσης, η πλειονότητα των αποδήμων δεν είναι στην προνομιακή θέση να έχει ζήσει στην Ελλάδα δύο χρόνια όπως απαιτεί ο νόμος.
Τρίτον, παρατηρούμε μια ασύμμετρη προσέγγιση προς τους απόδημους. Από τη μια, η ελληνική πολιτεία ασκεί ψυχολογική πίεση προς τον απόδημο Ελληνισμό ο οποίος καλείται να συνδράμει στην ενίσχυση της ελληνικής οικονομίας και την προώθηση των εθνικών συμφερόντων στις χώρες διαμονής. Από την άλλη, η ελληνική κοινωνία προς το παρόν παραμένει αντίθετη στην απόδοση θεσμικών δικαιωμάτων εξ αποστάσεως στην πλειονότητα των αποδήμων.
Τα κοινοβουλευτικά κόμματα της Ελλάδας επιμένουν στη χορήγηση εκλογικών δικαιωμάτων αποκλειστικά και μόνο όταν οι απόδημοι:
- συμμετέχουν σε θεσμικές υποχρεώσεις,
- ξέρουν τη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα,
- έχουν ζήσει και υφίστανται άμεσα τις συνέπειες της ψήφου.
Τα δύο πρώτα επιχειρήματα εστιάζονται στο ορατό ισοζύγιο καθηκόντων και δικαιωμάτων. Η κυρίαρχη θέση εκτιμά την ψήφο ως σημαντικό προνόμιο των αποδήμων και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι ως πολυτέλεια. Θα λέγαμε μια ωφελιμιστική προσέγγιση με παθητικούς αποδέκτες στο εξωτερικό. Η λογική όμως του (1) οδηγεί αναπόφευκτα και στο δικαίωμα του εκλέγεσθαι αν ισχύει η θεσμική αρχή της ουσιαστικής αντιπροσώπευσης. Όσο για το (2), ουκ ολίγοι οι Ελλαδίτες που δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις ενώ απολαμβάνουν δικαιώματα.
Παραδοσιακά, η ευθύνη για την ενδυνάμωση του Ελληνισμού εκτός Ελλάδας έχει περιοριστεί στην οικογένεια, τη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας και τις σπασμωδικές εξαγωγές πολιτιστικού υλικού από τη μητρόπολη.
Προς το παρόν, υπάρχει ενδιαφέρον για τον ελληνικό πολιτισμό και συνειδητή αναγνώριση ελληνικής κληρονομιάς από τη δεύτερη και τρίτη γενιά σε ΗΠΑ, Αυστραλία, Σουηδία, Γαλλία και Ιταλία. Όμως, η μη απόδοση δικαιωμάτων στον τόπο διαμονής σε όσους έχουν επίσημα ελληνική καταγωγή είναι πιθανόν να οδηγήσει στην πολιτιστική φθορά της ελληνικής διασποράς.
Η ψυχολογία της κοινωνικής συμπεριφοράς συστήνει μια αμφίδρομη, αιτιακή σχέση μεταξύ καθηκόντων και δικαιωμάτων. Ακόμη και η σύγχρονη οικονομική σκέψη (δηλαδή, μισθοί αποδοτικότητας ή efficiency wages) θεωρεί ότι η χορήγηση δικαιωμάτων οδηγεί στην αύξηση των ευθυνών και της παραγωγικότητας του αποδέκτη.
Συνεπώς, η αναγνώριση της ελληνικής καταγωγής έχει την προοπτική να επιφέρει ανυπολόγιστα οφέλη στους απόδημους και ιδιαίτερα στην Ελλάδα μακροπρόθεσμα. Οι απόδημοι δεν είναι ούτε κατώτεροι ούτε ανώτεροι. Είναι διαφορετικοί· και από την πολυμορφία απορρέουν πολλά καλά.
Κλείνω με την υπενθύμιση ότι οι Ελληνίδες ψήφισαν για πρώτη φορά σε βουλευτικές εκλογές μόλις το 1956 (σε σύγκριση με τις Ιταλίδες το 1945), ενώ οι πρώτες σοβαρές συζητήσεις στο Κοινοβούλιο άρχισαν το 1921 και πήραν περιορισμένο δικαίωμα ψήφου (όχι του εκλέγεσθαι) το 1930.
Πιστεύω ότι όπως με την καθυστέρηση στην απονομή δικαιωμάτων στις γυναίκες, έτσι και με τον Ελληνισμό της διασποράς η αντίσταση οφείλεται σε έναν μεγάλο βαθμό σε υποσυνείδητες προκαταλήψεις και σκοτεινά σημεία θέασης του παγκόσμιου Ελληνισμού. Οι προκαταλήψεις μάλλον συσχετίζονται με την υποτίμηση του κοινωνικο-πολιτιστικού κεφαλαίου που έχει συσσωρεύσει η ελληνική διασπορά και την έλλειψη φαντασίας ως προς τον καλύτερο τρόπο εκπροσώπησης των αποδήμων εξ αποστάσεως.
Είναι καιρός να προσεγγίσουμε τον παγκόσμιο Ελληνισμό ως ευκαιρία, πηγή ανάπτυξης και πολιτιστικής αναγέννησης. Το «Greek Brand» στο οποίο πολλοί αναφέρονται θα είναι πατερναλιστικό και αδύναμο όσο η ελληνική διασπορά δεν καλείται σε ενεργό συμμετοχή. Είναι ανεκτίμητα τα καλά που θα επιφέρει στον παγκόσμιο Ελληνισμό η απονομή θεσμικών δικαιωμάτων προς τους απόδημους.
Η ελληνική κοινωνία καλείται σήμερα να δείξει μεγαλοψυχία και να αγκαλιάσει τη διασπορά προς μια πιο ουσιαστική αντιπροσώπευση στον τόπο διαμονής τους με το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι που έχει την προοπτική να ενδυναμώσει τον παγκόσμιο Ελληνισμό».
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών