Αποστολή στο Κάιρο: Γιώργος Διονυσόπουλος
Όποιος έχει πιει νερό από το Νείλο, κάποια στιγμή της ζωής του θα ξαναπάει στην Αίγυπτο. Αυτό υποστηρίζει μία από τις πιο αγαπητές παροιμίες μεταξύ των Ελλήνων Αιγυπτιωτών. Μία παροιμία που καθ’ όλη τη διάρκεια των εκδηλώσεων, τελετών και εορτασμών για τα θυρανοίξια του ιστορικού ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στο Κάιρο το περασμένο Σάββατο, ακούστηκε πολλές φορές και από πολλά διαφορετικά χείλη. Από τους ιθύνοντες της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου και Αιγύπτιους επισήμους μέχρι τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεόδωρο τον Β΄ και τον απλό κόσμο που είχε έρθει από την Ελλάδα, αλλά από πολλές γωνιές της Αιγύπτου, προκειμένου να παρακολουθήσει τα θυρανοίξια ενός ναού που φιλοδοξεί όχι μόνο να σηματοδοτήσει την ύπαρξη και συνέχεια του ελληνισμού στην Αίγυπτο, αλλά και συνάμα να αποτελέσει έναν ακόμη προορισμό για τα εκατομμύρια των επισκεπτών που φθάνουν κάθε χρόνο στη χώρα του Νείλου.
Το αποτύπωμα του Ελληνισμού εξάλλου είναι εξαιρετικά έντονο στη χώρα. Οι Έλληνες Αιγυπτιώτες δεν είναι μετανάστες, είναι γηγενείς, με σημαντική προσφορά και δεμένοι με τη χώρα μέσα από μια ιστορία αιώνων. Τους σέβονται όλοι. Ακόμη και οι φανατικοί μουσουλμάνοι ουδέποτε μέχρι σήμερα θεώρησαν ως στόχο είτε την ελληνορθόδοξη κοινότητα είτε τα ιερά της. Η προσφορά εξάλλου των Ελλήνων της Αιγύπτου είναι απαράμιλλη και πολυεπίπεδη: στον πολιτισμό, στην κοινωνία, στην οικονομία, στην εκπαίδευση. Το παραπάνω επιβεβαιώνει η λειτουργία της Αχιλλοπούλειου και της Αμπετείου Σχολής, που μαζί με το Ελληνικό Πολιτιστικό Κέντρο Καΐρου, ξεχωρίζουν για την ποιότητα των σπουδών τους. Δίπλα τους η ύπαρξη του Ελληνικού Νοσοκομείου, ανακαινισμένο και αναβαθμισμένο στην πρώτη κατηγορία ως προς τις υγειονομικές παροχές του, προσφέρει ιατροφαρμακευτικές και νοσηλευτικές υπηρεσίες τόσο στα μέλη της ελληνικής κοινότητας (δωρεάν) όσο και στους Αιγυπτίους. Εντός του νοσοκομείου μάλιστα λειτουργεί και ένα μικρό γηροκομείο, καταφύγιο για τους υπερηλίκους σε μια χώρα που παλεύει να βρει το βηματισμό της, τόσο σε οικονομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Η πλούσια δράση της Κοινότητας επεκτείνεται όμως ακόμη παραπέρα, αφού υπό την σκέπη της λειτουργεί τόσο ο ιστορικός Ελληνικός Ναυτικός Όμιλος Καΐρου που ιδρύθηκε το 1930, αποτελώντας μία από τις ωραιότερες λέσχες πάνω στον Νείλο, όσο και το Σώμα Ελλήνων Προσκόπων Καΐρου.
Αν χαρακτηρίζει όμως κάτι τον ελληνισμό της Αιγύπτου, αυτό είναι η προσφορά. Η βοήθεια προς την Ελλάδα, αλλά κυρίως η δοτικότητα που τα περισσότερα και ανάλογα με τις δυνατότητές τους, μέλη της Κοινότητας διοχετεύουν προς το σύνολο. Νοσοκομεία, σχολεία, εκκλησίες, συντηρούνται, ανακαινίζονται και λειτουργούν, λόγω και της δικής τους προσφοράς. Το ίδιο συνέβη και στην περίπτωση των θυρανοιξίων του Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Ο ναός ανακαινίστηκε πλήρως, σχεδόν έναν αιώνα μετά την ανέγερσή του, χάρις στην πολύτιμη οικονομική στήριξη της κυρία Αικατερίνη Σοφιανού Μπελεφάντη. Σε αυτή την προσπάθεια όμως η κ. Μπελεφάντη δεν ήταν μόνη, αφού η πρώτη φάση των έργων ολοκληρώθηκε με τη συνδρομή των μελών αλλά και του προεδρείου της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου.
Έχοντας εξάλλου ενδυναμωθεί με «νέο αίμα» η Κοινότητα ατενίζει το μέλλον με ακόμη μεγαλύτερη αισιοδοξία. Στο τιμόνι της τυγχάνει να βρίσκεται πλέον μία νέα γενιά στελεχών τα όποια, με όραμα, με μεράκι και με τη συνδρομή και καθοδήγηση των παλαιότερων, εμφανίζονται αποφασισμένα να κρατήσουν αναμμένα τα φώτα του ελληνισμού στη χώρα του Νείλου. Μεταξύ αυτών, ο πρόεδρος της ΕΚΚ κ. Χρήστος Καβαλής, ο αντιπρόεδρος κ. Μιχάλης Γκρουνστέιν, η γ.γ κα. Χρυσάνθη Σκουφαρίδου, ο Ταμίας και διευθυντής του Ελληνικού Νοσοκομείου, κ. Αντώνης Ιορδανίδης και αρκετά ακόμη στελέχη και απλά μέλη της Κοινότητας, το καθένα από τα οποία, από το δικό μετερίζι δίνει τη δική του μάχη για την ανάπτυξη και τη διατήρηση των δεσμών της Κοινότητας, τόσο μεταξύ των μελών της, όσο και με το αιγυπτιακό κράτος και την Ελλάδα. Μία μάχη που σε κανένα επίπεδο δεν είναι εύκολη. Καταρχάς σε ότι αφορά τα δύο μεγάλα ζητήματα που αφορούν την Κοινότητα και τα οποία δεν είναι άλλα από την εκπαίδευση και την υγειονομική περίθαλψη.
Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος, μία γραφειοκρατική αβλεψία έχει στερήσει την Αχιλλοπούλειο Σχολή από 3 δασκάλους, η απόσπαση των οποίων εκκρεμεί ακόμη, αν και όπως όλα δείχνουν μέσα στις επόμενες ημέρες θα ολοκληρωθεί με την υπογραφή της σχετικής υπουργικής απόφασης. Περισσότερο περίπλοκο είναι ωστόσο το ζήτημα που αφορά την περίθαλψη, αφού η ένταξη των Αιγυπτιωτών Ελλήνων –καίτοι σε αρκετούς από αυτούς στου έχουν γίνει σχετικές κρατήσεις- στον ΕΟΠΠΥ συναντά ακόμη εμπόδια. Πρόκειται για εμπόδια περισσότερο νομικής φύσεως και λιγότερο οικονομικής, δεδομένου ότι το κόστος που καλείται να επωμιστεί το δημόσιο, σύμφωνα με τον διευθυντή του Ελληνικού Νοσοκομείου κ. Ιορδανίδη, είναι μόλις 25 χιλ. ευρώ. Στο πλαίσιο αυτό, όπως συμφωνήθηκε κατά την πρόσφατη συνάντηση μεταξύ του προέδρου της ΕΚΚ κ. Χρήστου Καβαλή με τον υπουργό Υγείας κ. Βασίλη Κικίλια στην Αθήνα, πρόκειται μέσα στο επόμενο χρονικό διάστημα να επισκεφθεί το Καϊρο ένα κλιμάκιο του υπουργείου Υγείας προκειμένου να αναζητηθούν τρόποι ώστε να ξεπεραστούν οι όποιες δυσχέρειες.
Μια διαφορετική χώρα
Η Αίγυπτος δεν είναι εύκολη χώρα, σίγουρα όμως είναι διαφορετική. Αυτό από μόνο του είναι ικανό για να πείσει κάποιον να την επισκεφθεί. Φιλοξενεί ή έχει «δανείσει» σχεδόν τα 2\3 των αρχαιοτήτων του κόσμου. Έχει άρωμα Ανατολής, φιλόξενους ανθρώπους, ενώ μέχρι ενός σημείου δεν θα ήταν υπερβολή εάν λέγαμε ότι αποτελεί ένα πρότυπο συμβίωσης μεταξύ χριστιανών και μωαμεθανών σε όλο τον μουσουλμανικό κόσμο. Οι εκκλησίες προστατεύονται από το κράτος, στην κυβέρνηση συμμετέχουν και χριστιανοί, ενώ, με εξαίρεση τους φανατικούς οι οποίοι διώκονται από την αιγυπτιακή Πολιτεία, οι χριστιανοί δεν κρύβονται. Μόνο τυχαίο δεν είναι άλλωστε πως στους δρόμους του Καΐρου, συναντά κανείς χριστιανούς κόπτες, με το σημάδι του σταυρού ζωγραφισμένο στον καρπό του χεριού τους. Ένα σημάδι το οποίο από μόνο του αποτελεί το κλειδί για να εισέλθει κάποιος στα πολλά ιδρύματα και κοινωφελή κτήρια που διατηρεί υπό την επιστασία της η ιδιαίτερα δυναμική κοινότητα των χριστιανών κοπτών της Αιγύπτου.
Το Κάιρο όμως έχει και ένα ιδιαίτερα εξωτικό χρώμα. Δεν είναι μόνο το ποτάμι που διασχίζει απ’ άκρη σ’ άκρη την πόλη, ούτε ίσως και οι πυραμίδες ή οι πολλές αρχαιότητες. Είναι κυρίως η ζωντάνια μιας πολύβουης πόλης με σχεδόν 28 εκατ. κατοίκους η πλειονότητα των οποίων είναι κάτω των 30 ετών. Με τη φτώχεια να είναι παντού εμφανής, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού δίνει τη δική του μάχη για επιβίωση, όχι όμως χωρίς να το… διασκεδάζει. Όποιος εξάλλου δεν έχει βρεθεί στο Κάιρο δεν μπορεί να εκτιμήσει την ησυχία, τουλάχιστον στο δρόμο. Ένας απίστευτα μεγάλος αριθμός παλαιών αυτοκινήτων να κινούνται ατάκτως στο οδόστρωμα, στο σύνολό τους σχεδόν τρακαρισμένα σε κάποιο σημείο του αμαξώματός τους, με τους οδηγούς τους να κορνάρουν συνεχώς και χωρίς κανέναν προφανή λόγο. Το κορνάρισμα, είναι άλλωστε ένα από τα στοιχεία που χαρακτηρίζει την οδηγική συμπεριφορά στο Κάιρο, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει κάτι τέτοιο. Ένα δεύτερο στοιχείο που κάνει τους δρόμους της αιγυπτιακής πρωτεύουσας να προσομοιάζει με αρένα, είναι τα φανάρια. Υπάρχουν σχετικά ελάχιστοι φωτεινοί σηματοδότες, στους οποίους, ωστόσο, οι οδηγοί, ακόμη και αυτοί των τουριστικών λεωφορείων, δεν δίνουν καμία απολύτως σημασία με ότι αυτό συνεπάγεται για πεζούς, κάρα και ότι άλλο κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης.
Την παλαιότητα των οχημάτων ξεπερνά ίσως αυτή των κτηρίων. Το Κάιρο διαθέτει αρκετά εξαιρετικά κτίσματα, τα οποία όμως είναι παρατημένα στη μοίρα τους, αφημένα μέσα στη βρωμιά και τη σκόνη. Τα δύο τελευταία στοιχεία εξάλλου είναι και αυτά χαρακτηρίζουν ίσως περισσότερο από κάθε άλλο την πόλη του Καΐρου. Τα σκουπίδια είναι σχεδόν παντού εκτός ίσως από τους σκουπιδοτενεκέδες τους οποίους οι κάτοικοι της πόλης θεωρούν, μάλλον, περιττούς. Πανταχού παρούσα είναι και όμως η σκόνη, λόγω της εγγύτητας της πόλης με την έρημο Σαχάρα.
Παρόλ’ αυτά πάντως, το Κάιρο, εξαιτίας της διαφορετικότητάς που αποπνέει, του αποικιοκρατικού του παρελθόντος, αλλά και της στρατηγικής του θέσης ως σταυροδρόμι πολιτισμών, αποζημιώνει τους ταξιδιώτες, δημιουργώντας ένα συναίσθημα νόστου που τους ακολουθεί και μετά την αναχώρησή τους. Αποδεικνύεται, ίσως, έτσι ότι το νερό του Νείλου δεν αφορά μόνο αυτούς που γεννήθηκαν στη χώρα του, αλλά και εκείνους που έτυχε συνειδητά ή αθέλητα να περάσουν από εκεί.