Μέχρι πρόσφατα, αν ζούσε κανείς στη Βρετανία και ήθελε να φάει σουβλάκι, έβρισκε μόνο πίτες κυπριακού τύπου: με χοιρινό, σεφταλιά ή μιξ σε κυπριακή πίτα, γαρνιρισμένα με ψιλοκομμένο κρεμμύδι, μαϊντανό, ντομάτα και αγγουράκι, να συνοδεύονται από πίκλες και –φυσικά!– λεμόνι. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια άρχισαν να ξεφυτρώνουν στις μεγάλες πόλεις όλης της χώρας σουβλατζίδικα που σερβίρουν ελλαδικά πιτόγυρα. Με καλαμάκια/σουβλάκια και τζατζίκι. Και ποτέ με λεμόνι. Πού οφείλεται αυτή η αλλαγή; Ποιος τυλίγει τα πιτόγυρα και ποιος τα τρώει; Και τι σχέση έχουν τα σουβλάκια με την ελληνική γλώσσα;
Μέχρι το 2010, ελληνικές γλωσσικές ποικιλίες μιλούσαν οι εξής ομάδες του πληθυσμού στη Βρετανία:
- μετανάστες με καταγωγή από την Κύπρο, τα παιδιά και τα εγγόνια τους·
- οι γόνοι και τα επιχειρηματικά δίκτυα των εφοπλιστικών, εμπορικών και τραπεζικών οικογενειών που κατάγονταν από τους Χιώτες, Σμυρνιούς κ.ά. εμπόρους του 19ου αιώνα·
- φοιτητές από την Ελλάδα και την Κύπρο·
- επαγγελματίες διαφόρων ειδικοτήτων, οι οποίοι είτε είχαν σπουδάσει στη Βρετανία και παρέμειναν στη χώρα είτε είχαν μεταναστεύσει εκεί για λόγους επαγγελματικής αποκατάστασης.
Η μεγαλύτερη ομάδα ήταν –και παραμένει– η πρώτη. Σύμφωνα με την Εθνική Κυπριακή Ομοσπονδία Ηνωμένου Βασιλείου, στη Βρετανία ζουν σήμερα 300.000 πολίτες κυπριακής καταγωγής. Οι υπόλοιπες ομάδες δεν υπερέβαιναν συνολικά τα 40.000 άτομα.
Η κυπριακή αριθμητική υπεροχή αποτυπωνόταν ανάγλυφα σε όλες τις εκφάνσεις της διασπορικής ζωής: στην κοινοτική οργάνωση, τους/τις μαθητές/τριες και εκπαιδευτικούς των ελληνικών παροικιακών σχολείων, το ποίμνιο της Ελληνορθόδοξης Αρχιεπισκοπής Θυατείρων και Μεγάλης Βρετανίας, την εστίαση και την εμπορία τροφίμων και ποτών, και –όπως θα ήταν αναμενόμενο– και τη γλωσσική οικολογία. Το Λονδίνο, και ειδικά τα βόρεια προάστιά του, αποτελούν εδώ και δεκαετίες έναν από τους τόπους όπου τα ελληνικά της Κύπρου μιλιούνται καθημερινά από χιλιάδες ανθρώπους και όπου παραδοσιακά οι ομιλητές που επικοινωνούν χρησιμοποιώντας κατά κύριο λόγο ελλαδικές ποικιλίες αποτελούν μειοψηφία.
Η εικόνα αυτή άρχισε να αλλάζει ξαφνικά το 2010, όταν άνθρωποι από ένα ευρύτατο φάσμα της ελληνικής κοινωνίας άρχισαν να μεταναστεύουν μαζικά στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κρίσης. Η πρόσφατη έρευνα των Πρατσινάκη, Καφέ και Σερόντιο σχετικά με την ελλαδική διασπορά στο Ηνωμένο Βασίλειο στα χρόνια της κρίσης έδειξε ότι μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια ο ελλαδικός πληθυσμός της χώρας υπερτριπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 130.000 άτομα.
Η έρευνα κατέδειξε επίσης την ετερογένεια της νέας αυτής μεταναστευτικής ροής. Οι νέοι μετανάστες προέρχονται από ποικίλα εκπαιδευτικά και κοινωνικοοικονομικά περιβάλλοντα και εργάζονται σε μια πληθώρα πεδίων απασχόλησης. Δεν πρόκειται δηλαδή απλά για ένα brain drain, όπως συχνά θεωρείται, καθώς υπάρχουν πολλοί μετανάστες με χαμηλότερη τυπική εκπαίδευση και χαμηλότερα εισοδήματα. Δική μας εθνογραφική έρευνα αναδεικνύει επίσης τις πολύπλοκες μεταναστευτικές βιογραφίες πολλών νέων μεταναστών. Πέρα από πολίτες ελληνικής καταγωγής, έφτασαν στη Βρετανία και πολίτες με αλβανική, βουλγαρική, ρουμανική κ.ά. καταγωγή που είχαν προηγουμένως μεταναστεύσει στην Ελλάδα οι ίδιοι ή οι γονείς τους και οι οποίοι επηρεάστηκαν εξίσου ή ακόμα και σε χειρότερο βαθμό από την ανεργία και τη λιτότητα.
Οι εξελίξεις αυτές επιφέρουν σημαντικές κοινωνιογλωσσικές μεταβολές. Οι ομιλητ·ρι·ες ελλαδικών ποικιλιών είναι πλέον πολυάριθμοι και δραστηριοποιούνται έντονα στην κοινωνική ζωή της βρετανικής διασποράς. Στέλνουν τα παιδιά τους στα παροικιακά σχολεία για να μάθουν να διαβάζουν και να γράφουν στα ελληνικά, εκκλησιάζονται σε ελληνορθόδοξες ενορίες που μέχρι πρότινος είχαν σχεδόν αποκλειστικά ελληνοκυπριακό χαρακτήρα, ανοίγουν εστιατόρια, ταχυφαγεία, καφετέριες, φούρνους και παντοπωλεία που εμπορεύονται ελλαδικά εδέσματα και άλλα προϊόντα, εργάζονται σε ελληνόφωνα μέσα μαζικής ενημέρωσης όπως το LGR και το Hellenic TV.
Η νέα αυτή πραγματικότητα ήρθε να τονώσει ένα ελληνόφωνο γλωσσικό τοπίο το οποίο χαρακτηριζόταν από εσωστρέφεια, έλλειψη ανανέωσης και τον φόβο της γλωσσικής μετατόπισης προς τα αγγλικά. Οι αλληλεπιδράσεις όμως με παλαιότερες μεταναστευτικές γενιές σε ορισμένα περιβάλλοντα όπως τα παροικιακά σχολεία προκαλεί εντάσεις και τριβές, καθώς νέοι και παλιοί μετανάστες καλούνται να συνυπάρξουν και να συνδιαμορφώσουν τη θέση που έχουν στη βρετανική διασπορά οι ελλαδικές και κυπριακές γλωσσικές ποικιλίες και οι ομιλητές τους. Και όλα αυτά στο πλαίσιο που διαγράφουν το Brexit και η πανδημία της COVID-19, ο συνδυασμός των οποίων καθιστά το μέλλον αβέβαιο αλλά και εξαιρετικά ενδιαφέρον ως αντικείμενο περισσότερης μελέτης και έρευνας.
Πέτρος Καρατσαρέας, Επίκουρος Καθηγητής Αγγλικής Γλώσσας και Γλωσσολογίας , Πανεπιστήμιο Westminster, Λονδίνο | P.Karatsareas@westminster.ac.uk
Πηγή: www.parathyro.politis.com.cy