Η Γιόνα ήταν η μεγαλύτερη από τα τέσσερα παιδιά μιας εβραϊκής οικογένειας εργατικής τάξης. Η οικογένεια ζούσε στην εβραϊκή συνοικία της Pabianice. Ο πατέρας της Yona πουλούσε εμπορεύματα στα πολωνικά καταστήματα. Όταν οι Πολωνοί δεν μπορούσαν να τον πληρώσουν για τα εμπορεύματα, τον προμήθευαν με τρόφιμα για την οικογένειά του. Η ζωή στην Pabianice , ήταν δύσκολη, αλλά η οικογένεια της Yona ήταν στενά συνδεδεμένη, και πολλοί συγγενείς ζούσαν κοντά.
Όταν άρχισε ο πόλεμος τον Σεπτέμβριο του 1939, οι Γερμανοί δημιούργησαν ένα γκέτο στη γειτονιά μας. Όλη η οικογένεια υποχρεώθηκε να μετοικήσει στο γκέτο. Υποφέραμε από την έλλειψη τροφίμων. Κάθε εβδομάδα η Γκεστάπο ερχόταν και έκανε κατάσχεση των πολύτιμων αντικειμένων μας. Κατόπιν άρχισαν οι συλλήψεις –σε τακτά χρονικά διαστήματα έπαιρναν άτομα είτε για στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε για καταναγκαστικά έργα. Ποτέ δεν ξέραμε αν θα ξαναειδωθούμε στο τέλος της μέρας.
Η Γιόνα θυμάται:
“Τον Μάιο του 1942 το γκέτο της Pabianice άδειασε. Η αδελφή μου, ο πατέρας μου και εγώ απελαθήκαμε στο γκέτο του Λοντζ. Ήμουν 12 χρονών και με έστειλαν να δουλέψω σε ένα εργοστάσιο με την αδελφή μου. Για δύο χρόνια ράβαμε ρούχα, κρυπτόμενες όταν οι Γερμανοί άρχισαν να απελαύνουν Εβραίους από το Λοντζ. Τον Αύγουστο του 1944, μας μετέφεραν στο Άουσβιτς, όπου περάσαμε από την “επιλογή.” Η αδελφή μου στάλθηκε στο θάλαμο αερίων. Εμένα με έστειλαν να δουλέψω σε εργοστάσιο κατασκευής αεροπλάνων στη Γερμανία. Όταν οι Αμερικάνοι άρχισαν τους βομβαρδισμούς, μας μετέφεραν με τρένο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Μαουτχάουζεν“.
Αφού κατάφερε να επιβιώσει για 10 μέρες με λιγοστή τροφή και χωρίς νερό, η Γιόνα απελευθερώθηκε στο Μαουτχάουζεν από τον αμερικανικό στρατό. Μετά τον πόλεμο επανασυνδέθηκε μ’ έναν θείο της στο Ισραήλ και τελικά εγκαταστάθηκε στην Αμερική.
Η φωτογραφία της Γιόνα στο στρατόπεδο εξόντωσης ήταν από τις τελευταίες καταγραφές του φωτογράφο του Μαουτζάουζεν Φραντσίσκο Μπόιξ (αριθμός τεκμηρίου, 3146, σειρά 84η).