Ημερολόγιο Γέφυρας 20/03/24: Πρωτόμπαρκος

Πρωτόμπαρκος (Στο δρόμο για το όνειρο)

* * * * * *

Πειραιάς, 16 0κτώβρη του 1962.Η ώρα περίπου 8 το πρωί. Ένα 19χρονο αγόρι κατεβαίνει τα σκαλιά ενός σπιτιού στην οδό Σαχτούρη 104, στον Άγιο Βασίλη. Την προηγούμενη μέρα είχαν έρθει οικογενειακώς από το νησί του, την Αμοργό, στο σπίτι της θείας του στον Πειραιά. Έχει αποφασίσει, τώρα που τελείωσε το εξατάξιο Γυμνάσιο, να ακολουθήσει το Ναυτικό επάγγελμα.
Προχωράει προς το τέρμα του Tραμ 21. Θέλει να πάει στον σταθμό του τρένου της ΣΠΑΠ, στο λιμάνι του Πειραιά. Προορισμός: Πύλος. Από εκεί θα περάσει για πετρέλευση και τρόφιμα το πλοίο όπου και θα πρωτομπαρκάριζε. Όπως του είπαν από την ναυτιλιακή εταιρεία, είναι ένα πλοίο φορτηγό, τύπου Liberty, το “s/s Costas Michalos”.

Μια γριούλα που περίμενε και αυτή το τραμ , του ρίχνει κρυφές ματιές. Μια στον ίδιο και μια στην βαλίτσα που κρατούσε. Με το δεξί της χέρι τον “σταυρώνει”, σαν να θέλει να του δώσει την ευχή της.
Ο νέος ρίχνει μια βιαστική ματιά προς το σπίτι που έφυγε. Κοιτάζει στα κλεφτά σαν να θέλει να αποφύγει να δει κάτι. Όμως δεν το απέφυγε…Μια γυναίκα να στέκει στο κατώφλι του σπιτιού, να του κουνά το ένα χέρι για αποχαιρετισμό και με το άλλο να σκουπίζει με ένα μαντήλι βιαστικά τα μάτια της. Εκείνος αμέσως, για να μην καταρρεύσει, γυρίζει προς τη γριά και δήθεν, την ρωτάει πότε έρχεται το τραμ. Λες και δεν ήξερε, τόσες φορές που είχε έρθει στον Πειραιά, ότι τα τραμ δεν έχουν σταθερά ωράρια στα δρομολόγιά τους!
Η γριούλα έχει καταλάβει τα πάντα. Του λέει, αυθόρμητα, να μην στενοχωριέται, και του δίνει την ευχή της. Του εξηγεί ότι είναι συνηθισμένη από αυτά. Έχει δύο γιούς στα βαπόρια και ξέρει πολύ καλά τι σημαίνει αποχωρισμός.

* * * * * *

Ο Μάνος ο Στρατάκης ζούσε με την οικογένειά του στην Αμοργό. Ο πατέρας του είχε στο νησί “καρνάγιο”. Κατασκεύαζε και επισκεύαζε μεγάλα καΐκια, μεγάλα ξύλινα ψαράδικα, και οτιδήποτε άλλο πλεούμενο του παράγγειλαν. Φημιζόταν ως ο καλύτερος τεχνίτης στο είδος του. Για τον γιο του τον Μάνο, είχε διαφορετικά σχέδια…Ήθελε ο γιος του να σπουδάσει, να γίνει ένας καλός επιστήμονας. Η πρώτη επιθυμία του “γέρου”, ήταν Γιατρός, όμως δεν τον χαλούσε Φαρμακοποιός, ή και Δικηγόρος!
Ο Μάνος όμως, είχε άλλα, δικά του όνειρα : Ήθελε να ζήσει από κοντά την μεγάλη του αγάπη, τη θάλασσα.
Ο πατέρας του Κώστα, φίλου και συμμαθητή του Μάνου, ήταν από χρόνια Πλοίαρχος. Ο Κώστας του είχε διηγηθεί άπειρες Ναυτικές ιστορίες που άκουγε από τον πατέρα του. Του είχε πει για ταξίδια και για “πατρίδες” που κανένας στεριανός δεν θα γνώριζε ποτέ στην ζωή του. Ο Κώστας διηγόταν και ο Μάνος “ρουφούσε”. Φάνταζόταν να τα ζει όλα αυτά, λες και ήταν ο ίδιος στο βαπόρι.

* * * * * *

Πύλος. Η ώρα περίπου 6 το απόγευμα. Ο 19χρονος νέος κάθεται στην προβλήτα του λιμανιού, αρκετά σκεφτικός. Ένας φόβος έχει αρχίσει σιγά – σιγά να φωλιάζει μέσα του . Ξεκινάει γι’ αυτόν μια νέα και εντελώς πρωτόγνωρη μέρα. Δεν ξέρει πως θα τον “δεχθεί” το βαπόρι, και ακόμα περισσότερο, πώς θα τον δεχθεί η ίδια η θάλασσα.
Ξαφνικά, το σφύριγμα μιας “μπουρού” πλοίου τον “ξυπνάει” από τις σκέψεις του . Γυρίζει το κεφάλι και βλέπει να έρχεται από μακριά το πλοίο. Είχε καθηλωθεί να το χαζεύει. Αλήθεια , ποσό τεράστιο του φάνταζε!
Για την εποχή εκείνη , πλοία τύπου Liberty 10.000 τόνων , θεωρούνταν μεγαθήρια. Που να ήξερε τώρα , ότι μετά από αρκετά χρόνια, ως Πλοίαρχος πλέον και αυτός, θα τελείωνε την Ναυτική του καριέρα σε ένα οκτάμπαρο φορτηγό πλοίο, 80.000 τόνων!
Όταν το πλοίο πλησίασε περισσότερο, διάβασε και το όνομά του στην πλώρη: “COSTAS MICHALOS”!

Ένας μεγάλος θόρυβος τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν η πάντα θορυβώδης καδένα του πλοίου, που ακολουθούσε με μανία την άγκυρα στο βυθό.
Μετά από μισή ώρα επιβιβάστηκε στο πλοίο. Χωρίς να είναι προληπτικός, πάτησε το κεφαλόσκαλο με το δεξί πόδι. Του έδειξαν το δωμάτιό του και έπεσε αμέσως ξερός για ύπνο. Το πότε τελείωσε η πετρέλευση και πότε έφυγε πάλι το πλοίο, ούτε που το κατάλαβε.

Το πρωί όταν τον ξύπνησαν, κατάλαβε ότι το πλοίο είχε φύγει και ταξίδευε. Σηκώθηκε, πλύθηκε και τράβηξε για την τραπεζαρία. Εκεί ήρθε κάποιος και του είπε ότι μετά το πρωινό φαγητό, τον ζητάει ο Καπετάνιος στο γραφείο του. Τον οδήγησαν εκεί.
Με το που μπαίνει μέσα, τα έχασε . Καπετάνιος ήταν ο Καπτά Μιχάλης ο Βάρναλης, ο πατέρας του φίλου του από το νησί. Ο φίλος του ο Κώστας, για έκπληξη, δεν του είχε πει τίποτα. Αφού τον χαιρέτησε και τον καλωσόρισε στο πλοίο, του είπε ότι Ναυτολογήθηκε ως Δόκιμος Καταστρώματος. Είπαν και μερικά άλλα σχετικά με το πλοίο και τέλος με ένα πιο αυστηρό και υπηρεσιακό ύφος, τον έστειλε στον Λοστρόμο για δουλειά.
Όταν ο Μάνος έφθανε στην πόρτα, ο Καπετάνιος τον σταμάτησε και του είπε: ”Μάνο, εδώ μέσα στα πλοία και ειδικά στις τραπεζαρίες θα ακούσεις πολλά και διάφορα για τον εκάστοτε Καπετάνιο σου, παλιό ναυτικό συνήθειο. Μην έρθεις ποτέ και μου πεις κάτι, γιατί θα σου κόψω τα ποδάρια και θα σου ξεριζώσω και τη γλώσσα και θα τα στείλω πακέτο στην Αμοργό, στον φίλο σου και γιο μου, στον Κώστα. Για ένα μόνον πράγμα θα έρθεις: όταν ακούσεις ότι θέλουν να με σκοτώσουν. Και τώρα τράβα κάτω στην στην δουλειά σου γιατί άργησες και θα φωνάζει ο Λοστρόμος!’

* * * * * *

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και του Μάνου, Καπτά Μάνος πλέον, Πλοίαρχος αργότερα, ποτέ δεν έφυγαν από το μυαλό του αυτά τα λόγια που του είχε πρωτοπεί τότε ο Καπτά Μιχάλης, ο πρώτος Καπετάνιος της Ναυτικής του καριέρας.Σας ευχαριστώ

Πάνος Β. Τζέμος