Η Gonda Van Steen είναι καθηγήτρια στη Νεοελληνική και Βυζαντινή ιστορία, γλώσσα, και λογοτεχνία και κάτοχος της Έδρας Κοραή στο King’s College του Λονδίνου, όπου είναι επίσης διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικών Σπουδών.
Η ελληνίστρια καθηγήτρια, η οποία γεννήθηκε στη Φλαμανδική περιοχή του Βελγίου, μίλησε στη “Φωνή της Ελλάδας” και συγκεκριμένα, στην Eliana Nunes για την εγκάρδια σχέση της με την Ελλάδα και τα δύο τελευταία επιστημονικά της βιβλία που πραγματεύονται την Ελλάδα του Εμφυλίου Πολέμου και την Ελλάδα του Ψυχρού Πολέμου.
“Με τραβάει πολύ το ενδιαφέρον της Ελλάδας. Έχει μια πολύ διαφορετική ιστορία, καμιά φορά μπερδεμένη, καμιά φορά πονεμένη (ειδικά στον 20ο και στον 21ο αιώνα) και μια τοπογραφική θέση που συνδέει την δυτική πλευρά με την ανατολική και την Αφρική με τα Βαλκάνια.”
Στο «The Battle for Bodies, Hearts and Minds in Postwar Greece: Social Worker Charles Schermerhorn» (Routledge, 2024), η καθηγήτρια Γκόντα Βαν Στιν επιμελήθηκε τα απομνημονεύματα του Τσαρλς Σέρμερχορν, ενός Αμερικανού κοινωνικού λειτουργού που εργάστηκε στην Ελλάδα από το 1946 μέχρι το 1951, για την Υπηρεσία Αρωγής και Αποκατάστασης των Ηνωμένων Εθνών (UNRRA) και έπειτα για το Ίδρυμα Εγγύς Ανατολής στη Θεσσαλονίκη (Near East Foundation – NEF).
“Ο Τσαρλς Σέρμερχορν μας δείχνει πραγματικά μια ματιά στη Βόρεια Ελλάδα από ξένο παρατηρητή, με ένα μάτι που δεν είναι πολιτικό, στρατιωτικό αλλά βαθιά κοινωνικό και με πολύ βαθιά εμπάθεια για τον κόσμο. Και νομίζω ότι σαν πηγή για τον εμφύλιο και επίσης για τον Ψυχρό Πόλεμο είναι μοναδική. Πολύ χαίρομαι που πήρα την άδεια να την εκδώσω αυτή την πηγή,” είπε η Γκόντα Βαν Στιν.
Ο Σέρμερχορν πίστευε ακράδαντα στα ιδανικά του New Deal του Ρούζβελτ. Περιγράφοντας τον κοινωνικό λειτουργό τόσο ως ιδεαλιστή όσο και ως πραγματιστή, η καθηγήτρια Βαν Στιν αφηγείται μια ιστορία που αποτυπώνει το ανθρωπιστικό του πνεύμα:
“Περιγράφει πως μια μέρα προσφέρουν κουτιά με ρούχα μεταχειρισμένα που τα έχουν λάβει από την Αμερική να τα δώσουν σαν χριστουγεννιάτικα δώρα σε παιδάκια στο χωριό. Και μέσα βρίσκει ένα χαρτάκι από ένα κοριτσάκι από την Αμερική που λέει “ελπίζω να τα προσφέρετε στα παιδάκια στην Ελλάδα που έχουν ανάγκη”. Παίρνει την πρωτοβουλία, της γράφει και ξεκινάνε μια αλληλογραφία που κρατάει μέχρι το τέλος της ζωής του.”
Η Γκόντα Βαν Στιν αναζήτησε αυτήν την ενήλικη πλέον κυρία στο διαδίκτυο και ανακάλυψε ότι είχε σχολιάσει ότι “με αυτήν την αλληλογραφία άνοιξαν τα μάτια της προς μια χώρα που δεν την ήξερε καθόλου και που την έχει αγαπήσει από τότε.”
“Ο Σέρμερχορν πιστεύει πραγματικά ότι σε πολύ δύσκολες συνθήκες, ακόμα και η πρωτοβουλία του παιδιού που έφτιαχνε κάτι κούκλες και κάτι ρουχαλάκια για ένα παιδί που δεν το ξέρει στην Ελλάδα, μπορεί να κάνει την δικιά της διαφορά.”
Στη συνέντευξη, η Γκόντα Βαν Στιν αναφέρθηκε επίσης στο πολυσυζητημένο βιβλίο της «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα. Υιοθεσίες στην Αμερική του Ψυχρού Πολέμου» (2021, έτος έκδοσης στα ελληνικά, Εκδόσεις Ποταμός), που παρομοίως τοποθετεί την εμπειρία των παιδιών στο επίκεντρο μιας δύσκολης ιστορικής περιόδου για την Ελλάδα. Μέσω αυτής της πρωτοποριακής έρευνας, ανακάλυψε ότι ανάμεσα στο 1948 και το 1975, περίπου 4,000 παιδιά ελληνικής καταγωγής στάλθηκαν στην Αμερική για υιοθεσία, και άλλα 600 στην Ολλανδία και σε άλλες χώρες.
“Ο καθένας νομίζει ότι είναι μοναδική περίπτωση. Ανακάλυψα ότι υπήρχε ένα ολόκληρο «κίνημα» υιοθεσιών που ξεκινά περίπου το ‘50 και τελειώνει το ‘75. Τα πρώτα παιδιά είναι ορφανά του εμφυλίου, αλλά τα περισσότερα – γεννημένα στο τέλος του ‘50 και μετά – είναι τα περίφημα εξώγαμα παιδιά από μητέρες που ήταν συνήθως νεαρές κι ανύπαντρες. Κάτω από το βαρύ ταμπού της άγαμης μητρότητας, αυτές οι νεαρές δίνουν το παιδί τους. Η υιοθεσία έχει κάθε εχεμύθεια που σημαίνει ότι ακόμα και όταν το μετανιώνουν χρόνια μετά δεν μπορούν να πάρουν την πρωτοβουλία. Δεν βρίσκουν ούτε στοιχεία, ούτε βοήθεια να πάρουν την πρωτοβουλία να έρθουν σε επαφή με το παιδί. Τα παιδιά όμως τα ίδια που κοντεύουν τώρα 65 με 70 χρονών, ψάχνουν πολύ έντονα για τις ρίζες τους…”
Όπως εξήγησε η Γκόντα Βαν Στιν, τα αναφερόμενα υιοθετημένα άτομα αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην αναγνώριση της ελληνικής ιθαγένειας λόγω του ότι συνήθως δεν εχουν πράξεις γεννήσεων και τα τεστ DNA δεν αναγνωρίζονται ως δικαστικά τεκμήρια.
“Η πρόταση που προσφέρω εγώ – που είναι μια σωστή και εύκολη λύση – είναι αντί να ψάξουμε μια πράξη γέννησης που δεν υπάρχει σε πολλές περιπτώσεις, γιατί να μην ψάξουμε την πράξη υιοθεσίας; Tο ελληνικό κράτος επέμενε να κάνει τις υιοθεσίες των Ελλήνων πολιτών του, που σημαίνει ότι υπάρχει μια αναγνώριση της ιθαγένειας του παιδιού πριν σταλεί έξω.”
Η συζήτηση έκλεισε με την Γκόντα Βαν Στιν να ενθαρρύνει τα υιοθετημένα άτομα που αναζητούν ή αναζητούνται από τους συγγενείς τους ότι «υπάρχουν ελπίδες» διότι κι οι δυο πλευρές συχνά ψάχνουν η μία την άλλη.
Μπορείτε να ακούσετε τη συνέντευξη εδώ
Πηγή: Φωνή της Ελλάδας
Επιμέλεια: Eliana Nunes