Το όνομα του Αλέξανδρου Πανταζή κοσμεί τα τελευταία 91 χρόνια τις πολυτελέστερες θεατρικές αίθουσες των ΗΠΑ. Όμως, ο εργατικός, φυγόπονος και ευφυής Έλληνας μετανάστης, μνημονεύεται πια μόνο σε μερικές πανεπιστημιακές εργασίες, αφιερωμένες κατά κανόνα στη μετανάστευση
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η ανατολή του 20ου αιώνα βρίσκει την Ελλάδα βαριά τραυματισμένη από τη σταφιδική κρίση και από την ατυχή έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου (1897). Έτσι δημιουργείται το πρώτο μεγάλο κύμα φυγής από την καθημαγμένη χώρα.
Ο Αλέξανδρος με τον πατέρα του ξενιτεύονται στο Κάιρο. Οι δυο τους εργάζονται σε ένα καφενείο, αλλά πάνω στον τρίτο χρόνο ο μικρός αισθάνεται ότι δεν τον χωρά ο τόπος. Η πολύβουη αφρικανική πρωτεύουσα δεν έχει πια τίποτε να του προσφέρει και στο μεταξύ η μακρινή αμερικανική ήπειρος, για την οποία τόσα έχει ακούσει από πελάτες του μαγαζιού, υπόσχεται πολλά.
Έτσι, το 1879, ο 12χρονος Αλέξανδρος παρατάει στο Κάιρο και πατέρα και σχολείο και επιβιβάζεται σε ένα γαλλικό εμπορικό, όπου για τα επόμενα δύο χρόνια ζει εκτελώντας εργασίες μούτσου και «οργώνοντας» τις θάλασσες. Η τύχη τον φέρνει να δουλέψει στον Παναμά και στη συνέχεια στο Σαν Φρανσίσκο όπου ως κλασικός μετανάστης, βρίσκει δουλειά στην εστίαση.
Πιάνει δουλειά σε ένα μπαρ, όπου ερωτεύεται την διάσημη χορεύτρια Κέητ Ρόκγουελ, και μπαίνει για πρώτη φορά στο χώρο του θεάματος στον οποίον θέλει να βρει την ευκαιρία για ανέλιξη που πάντα ονειρευόταν.
Κάνει λοιπόν το πρώτο του άλμα, αγοράζοντας, στο Ντόσον Σίτι, μία παρακμιακή αίθουσα θεαμάτων, την οποία με πολλή προσωπική φροντίδα μετατρέπει σε ελκυστικό χώρο παρουσίασης θεαμάτων, πότε βαριετέ και πότε μπουρλέσκου, που τότε ήταν σε άνθιση.
Τo 1904 ο Πανταζής βρίσκεται στη 2η οδό του Σιάτλ με την πρώτη αποκλειστικά δική του αίθουσα, στην οποία δίνει το όνομά του. Ένα εντυπωσιακό «PANTAGES VAUDEVILLE» δεσπόζει πάνω από τη μαρκίζα του θεάτρου. Ένδεκα χρόνια μετά, εγκαινιάζει έναν δεύτερο δικό του χώρο, στη διασταύρωση των δρόμων 3rd και University. Στην επόμενη δεκαετία, τα αμερικανικά θέατρα της δυτικής ακτής, θα χωρίζονται σε «Pantages Theater» και σε όλα τα υπόλοιπα.
Το 1924, στα 59 του χρόνια, ο αγράμματος μπόμπιρας από την Άνδρο είναι ένας εκατομμυριούχος μεγιστάνας του θεάματος στην Αμερική. Σύντομα όμως θα ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση με τη ραγδαία άνοδο του κινηματογράφου και τη συντελούμενη οικονομική ύφεση, που οδηγεί στο κραχ του ΄29.
Μετά από πολλές προσωπικές και επαγγελματικές δυσκολίες που τον φέρνουν στο χείλος του γκρεμού το 1935 επανεμφανίζεται στο προσκήνιο πιο αποφασισμένος από ποτέ και ανακοινώνει ανανέωση της εταιρείας του με την προσθήκη δύο καινούργιων αιθουσών.
Τον προδίδει όμως η ήδη ταλαιπωρημένη καρδιά του και στις 17 Φεβρουαρίου του 1936 ο Αλέξανδρος Πανταζής πεθαίνει στον ύπνο του. Στην τελευταία του κατοικία τον συνοδεύει το μισό Χόλιγουντ ενώ την ίδια ώρα τα παιδιά του ανακοινώνουν ότι η περιουσία που άφησε ο πατέρας τους είναι μόλις 5.026 δολάρια!
Η γοητευτική ιστορία του πιτσιρίκου, που εργάστηκε σκληρά για να δημιουργήσει από το μηδέν έναν κολοσσό, δεν είναι μοναδική στα χρονικά της ελληνικής μετανάστευσης. Το εντυπωσιακό είναι πώς η ιστορική… αμνησία κατάπιε το όνομα «Pantages», που αναγράφεται ακόμη, έναν αιώνα μετά, στις όψεις των πολυτελών αιθουσών της Αμερικής.
Έτσι, οι επόμενες γενιές ερμήνευσαν απλά το «Pantages» ως ένα ευφάνταστο τίτλο αλυσίδας αιθουσών θεάματος και βοήθησαν τη λήθη να κάνει απερίσπαστη της δουλειά της…
Πηγή: ΑΠΕ