Ο Αντώνης Μουτσόπουλος, ως αρχιτέκτονας- μηχανικός, έχει βρεθεί σε πολλές χώρες και λιμάνια ανά τον κόσμο δουλεύοντας σε επισκευές πλοίων.
Τυχαίνει επίσης να γράφει ιστορίες.
Η παρακάτω ιστορία, είναι από την εποχή εκείνη που δούλευε στο έργο της συντήρησης ενός βαποριού στο Πέραμα.
Τον ευχαριστούμε πολύ που τη μοιράστηκε μαζί μας, υπενθυμίζοντάς μας μια εξίσου σπουδαία αλλά πολύ λιγότερο ρομαντική πλευρά της ζωής των ανθρώπων που δουλεύουν στα πλοία.
“Ηλιοτρόπιο”
μια ιστορία του Αντώνη Μουτσόπουλου
Αν ήξερα λίγα περισσότερα πράγματα σχετικά με τον Πράξα, θα μπορούσα να ξεκινήσω την ιστορία μου μιλώντας περισσότερο για αυτόν και λιγότερο για μένα. Θα ήθελα πραγματικά να είχα μάθει, όχι τόσο για να το μεταφέρω σε εσάς μα για μένα τον ίδιο πρωτίστως, περισσότερες λεπτομέρειες από τη ζωή του, θα ήθελα να ήξερα κάποιες από τις συνήθειές του τις καθημερινές, ακόμα και τις πιο δευτερεύουσες. Αν ξυριζόταν για παράδειγμα με πινέλο και σαπουνάδα ή αν χρησιμοποιούσε ξυριστική μηχανή. Αν ζούσε σε διαμέρισμα ή σε σπίτι με αυλή και δέντρα. Αν είχε γάτες να ταϊζει ή σκύλο να βγάζει βόλτα κάθε πρωί. Αν άλλαζε τη φωνή του όταν μιλούσε στο τηλέφωνο. Μα φοβάμαι πως τον έζησα λίγο, τόσο λίγο που μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω για όλα αυτά, ίσα ίσα πρόλαβα να αποτυπώσω την εικόνα του μέσα στα φαιά κύτταρα του εγκεφάλου μου, τις μέρες που τον πρόλαβα στο βαπόρι που φτιάχναμε εγώ, αυτός και τόσοι άλλοι στο Πέραμα.
Την ημέρα που τον πρωτόδα τον θυμάμαι να μιλάει σε κάτι βοηθούς με χαμηλή φωνή. Σαν γίγαντας μου φάνηκε έτσι όπως ήταν ανεβασμένος σε μια σκάλα με την πλάτη του γυρισμένη σε μένα. Τον προσπέρασα καθώς έτρεχα με κάτι σχέδια παραμάσχαλα από ντεκ σε ντεκ, πήγαινα φουριόζος και αγχωμένος να βρω έναν άλλον εργοδηγό. Ήμουν νεαρός μηχανικός και δεν είχα ανακατευτεί με εργάτες ποτέ πριν. Ή προηγούμενη δουλειά μου ήταν σε ένα αρχιτεκτονικό γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Καθαρό περιβάλλον, βιβλία, ξύλινα πατώματα, όμορφες κοπέλες. Μα καθώς η κρίση χτύπησε την οικοδομή, στραφήκαμε οι περισσότεροι σε άλλες κατασκευές. ‘Ετσι βρέθηκα στο Πέραμα. Επισκευές και ανακαινίσεις πλοίων. Δουλειά σκληρή, ενδιαφέρουσα, προκλητική. Έπρεπε να σκύβεις, να λερώνεις τα χέρια σου, να γίνεσαι ένα με τους εργάτες και να επιβάλλεσαι.
Τι γνώμη θα είχαν σχηματίσει για μένα αναρωτιέμαι τώρα μετά από τόσα χρόνια οι μάστορες και οι βοηθοί τους, όταν έβλεπαν έναν τύπο ντελικάτο, που έπινε τσάι μέσα από το θερμός του, που μίλαγε στον πληθυντικό σε κάθε μεγαλύτερο, που κάθε απόγευμα πριν σχολάσει έτρεχε να προλάβει το φως και έβγαζε τη μηχανή του για να φωτογραφίσει το ηλιοβασίλεμα, -μα τί ηλιοβασίλεμα ήταν αυτό!- από το τελευταίο ντεκ, ανάμεσα στην τσιμινέρα και το κοντέινερ στο οποίο είχε στήσει το πρόχειρο γραφείο του. Και, το σκέφτομαι και γελάω, τι θα σκέφτηκε ο φουκαράς ο εργάτης εκείνος όταν μια μέρα που ματσακώνιζε κρεμασμένος ανάποδα σαν νυχτερίδα την εξωτερική μουράδα, τον πλησίασα και αντί για καλημέρα του είπα: «το ξέρετε ότι εδώ, εδώ που είμαστε τώρα εσείς και εγώ έγινε πριν από 25 αιώνες, για σκεφθείτε, η ναυμαχία της Σαλαμίνας;»…. «Να, και εκεί, βλέπετε αυτό το χαμηλό βουνό;» «εκεί καθόταν ο Ξέρξης και κοιτούσε».
Μα ίσως για αυτό μου είχε κάνει εντύπωση ο Πράξας από την αρχή. Ήταν εργοδηγός χρόνια, μα είχε κάτι επάνω του που τον έκανε να διαφέρει από τους υπόλοιπους. Κάτι, που εμένα τουλάχιστον, μου φαινόταν οικείο. Όχι, δεν έπινε τσάι από θερμός ούτε ήταν ντελικάτος, το αντίθετο.! Δεν ήταν τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του που μου γεννούσαν αυτήν τη αίσθηση οικειότητας. Δεν είχαμε καν την ίδια ηλικία. Όπως όλοι οι εργάτες είχε χοντρά χέρια, δάχτυλα μεγάλα σαν λουκάνικα, μαλλιά ακούρευτα και αχτένιστα που φυτρώναν προς όλες τις κατευθύνσεις και πλαισιώναν όπως τρυκυμία βραχώδες ξερονήσι το γεμάτο ρυτίδες πρόσωπό του . Ήταν λοιπόν κάτι αδιόρατο, δεν ξέρω να το πω, η χαμήλη φωνή του ίσως, το ελαφρύ περπάτημά του παρά τα 120 του κιλά που τον έκαναν να ξεχωρίζει. Ή το γεγονός ότι πάντα κοιτούσε κάτω, σαν το παιδάκι που ντρέπεται να δει τις φίλες της μαμάς του όταν το παίρνει μαζί της στην επίσκεψη. Και ίσως και το γεγονός ότι καμιά φορά, τον είχα παρατηρήσει, σταματούσε τη δουλειά του για λίγα δευτερόλεπτα, ίσως και λεπτά ολόκληρα, και κοίταζε τον ήλιο που έδυε. Σαν να γινόταν ένα ηλιοτρόπιο για μερικές στιγμές, καθόταν ακίνητος καταμεσής του καταστρώματος και μόνο οι κόρες των ματιών του ακολουθούσαν για λίγο την πορεία του ήλιου πριν χαθεί πίσω από τα χαμηλά βουνά της Σαλαμίνας. Μια φορά μάλιστα θα ορκιζόμουν πως είχα δει και δάκρυα στα μάτια του την ώρα που γινόταν όλος ένα ηλιοτρόπιο, μα για αυτό δεν μπορώ να είμαι καθόλου σίγουρος.
Όλη αυτή η εντύπωση που μου έδινε ο Πράξας, ενός ανθρώπου όχι εκ του κόσμου τούτου, λίγες μέρες μετά την πρώτη μας γνωριμία ήρθε και έδεσε με μια πληροφορία που μου έδωσαν, εμπιστευτικά, για εκείνον. Είχε περάσει δίκη. Για πρόκληση δυστυχήματος εξ΄αμελείας. Πριν τρία χρόνια είχε πιάσει φωτιά ένα φέρρυ-μποτ, στο οποίο δούλευε στα ναυπηγεία της Τεργέστης και ήταν αυτός υπεύθυνος. Είχε σπάσει ο διάολος το πόδι του και όπως έδειχνε σε έναν βοηθό πως να κόψει μια φρακτή με το οξυγόνο, ένα κομμάτι πυρακτωμένης λαμαρίνας έπεσε στο κάτω ντεκ, επάνω σε κάτι σωριασμένα μονωτικά υλικά και αναποδογυρισμένα αεροπορικά καθίσματα. Η φωτιά φούντωσε τόσο γρήγορα που και αυτός τελευταία στιγμή κατάφερε και σώθηκε…Βούτηξε στο παραπέντε στη θάλασσα από το κατάστρωμα αφού προηγουμένως είχε βγάλει όλους τους υπόλοιπους εργάτες έξω. Δυστυχώς όμως ένας άλλος βοηθός, φιλαράκι του Πράξα, προσπάθησε να τα βάλει με τις φλόγες. Του φώναζε ο Πράξας απελπισμένα να αφήσει τις παλλικαριές μα αυτός δεν άκουγε. Γύρισε στο σημείο της πυρκαγιάς και έπιασε να πολεμάει με έναν πυροσβεστήρα να σβήσει τη φωτιά, και αυτή τον κύκλωσε. Τον βρήκαν τελικά απανθρακωμένο, μετά από ώρες οι πυροσβέστες.
Αυτά μου τα είπε εμπιστευτικά ο καπετάνιος που του τα είχε πει ένας φίλος του νηογνώμονας. Μου είπε πως τελικά αθωώθηκε στη δίκη καθώς κανείς δεν κατέθεσε εναντίον του. Και το πλοίο αποζημιώθηκε από την ασφάλεια. Και ο Πράξας ξαναγύρισε στη δουλειά, και κανείς δεν του είπε τίποτα.
Δεν μπορώ να πω με βεβαιότητα πόσες μέρες ή βδομάδες συνέχισα να ανεβοκατεβαίνω τα ντεκ με τα σχέδια υπό μάλης βλέποντας τον Πράξα να περπατάει με χαμηλωμένο βλέμμα, και να σταματάει ξαφνικά τη δουλειά του για να κοιτάξει με βρεγμένα μάτια τον ήλιο που έδυε. Ίσως και να έχω πολλαπλασιάσει στο μυαλό μου τις φορές που τον είδα από την ίδια μου την ανάγκη να μη σβήσει η μορφή του από τη μνήμη μου. Ήθελα πάντως, όσο τίποτα, να τον πλησιάσω, να του προτείνω να πάμε να τον κεράσω έναν καφέ μετά τη δουλειά, και ας μην λέγαμε τίποτα αν δεν ήθελε. Να καθόμαστε σε ένα από αυτά τα καφενεία του Περάματος με τις αυλές και τα φυτεμένα λουλούδια μέσα στους τενεκέδες Ελαϊς κοιτάζοντας τη θάλασσα και μετρώντας τις φουσκάλες στο καϊμάκι του σερβιρισμένου καφέ μας. Δεν το τόλμησα, όχι γιατί ήμουν ντροπαλός, πιστέψτε με δεν είμαι καθόλου, αλλά γιατί για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή μου ένιωσα τη σιωπή ενός ανθρώπου σαν μια ιερή φορεσιά την οποία δεν μου επιτρεπόταν να αγγίξω. Προσπάθησα μόνο, διακριτικά, να του κάνω τη ζωή επάνω στο καράβι πιο εύκολη, του έστελνα τους καλύτερους βοηθούς, τους πιο ευγενικούς. Δεν ξέρω αν έκανα καλά. Πόσες φορές έχω σκεφτεί μήπως θα ήταν καλύτερο να είχα κάνει ακριβώς το αντίθετο, να τον έβαζα να δουλέψει με τους πιο αγροίκους, τους πιο πολυλογάδες, ή ακόμα καλύτερα,να τον έπιανα από τον γιακά ένα πρωί, και αντί για καλημέρα, να τον άρχιζα στα αδικαιολόγητα χαστούκια, μέχρι που να κοκκίνιζαν τα σκαμμένα του μάγουλα.
Ό,τι και να είχα στο μυαλό μου με πρόλαβαν τα γεγονότα.
Ήταν ένα παγωμένο απόγευμα του Μάρτη, δουλεύαμε υπερωρίες για να είναι έτοιμο το βαπόρι πριν το Πάσχα, να αρχίσει δρομολόγια. Μαζί με εμάς δούλευαν, μπογιατζήδες κυρίως, κάποιοι εργάτες από τις Φιλιππίνες, τα «Φιλιππίνια» όπως τους έλεγαν οι υπόλοιποι εργάτες. Ένας νεραούλης Φιλιππινέζος, ένα «Φιλιππίνι» , μικροκαμωμένος και σβέλτος, ανέβηκε στη γέφυρα να κατουρήσει. Το συνηθίζαμε όλοι μας όταν μας έπιανε κατούρημα για να μην κατεβαίνουνε μέχρι τις τουαλέτες του μώλου, να ανεβαίνουμε στη γέφυρα και από έναν μικρό πρόβολο προστατευμένο από κάτι σκουριασμένα κάγκελα να κατουράμε τη θάλασσα από ύψος δεκαπέντε μέτρων. Μα την προηγούμενη μέρα είχαν κόψει τα πλευρικά ρέλια στο σημείο εκείνο, και είχαν τοποθετήσει μια κορδέλα. Φαίνεται πως το Φιλιππινάκι αγνόησε τον κίνδυνο, και προσπερνώντας την κορδέλα βγήκε στο απροστάτευτο μπαλκονάκι να κάνει την ανάγκη του. Ποιός ξέρει αν ζαλίστηκε, αν παραπάτησε, πάντως έπεσε με το κεφάλι στα παγωμένα νερά. Τον είδαν οι δικοί του που έβαφαν την μουράδα από την εκείνη την πλευρά και έβαλαν τις φωνές. Οι φωνές έφτασαν μέχρι σε εμάς. Ήμουν εκείνη την ώρα μέσα, στο κατώτερο ντεκ και γωνιάζαμε κάτι λάμες με τον Πράξα.
Μόλις άκουσε τι έγινε ο Πράξας, τον βλέπω να παρατάει ράμματα και γωνιές και με μεγάλες δρασκελιές να ανεβαίνει τρέχοντας στο κατάστρωμα. Εντόπισε από ψηλά το φουκαριάρικο Φιλιπινάκι που κούναγε χέρια και πόδια μέσα στη θάλασσα σαν γατί βρεγμένο σε μια προσπάθεια να μάθει κολύμπι, και αφού έκανε νόημα στους άλλους να μεριάσουν, βούτηξε χωρίς δισταγμό στα παγωμένα και ακάθαρτα νερά. Με δύο απλωτές το έφτασε και το πήρε αγκαλιά, φωνάζοντας του να ηρεμήσει για να μην πάνε και οι δύο στον πάτο. Οι υπόλοιποι είχαμε σκύψει και κοιτάζαμε σαστισμένοι τις προσπάθειες του Πράξα να σώσει το νεαρό εργάτη. Με φωνές και χειρονομίες του δείχναμε το σκοινί που τους είχαμε ρίξει και δύο σωσίβια. Περισσότερο επιδέξια από ότι φανταζόμαστε, προσπερνώντας τα σωσίβια, τελικά κατάφερε να κάνει μια μεγάλη θηλιά από το σχοινί και να την περάσει γύρω από το σώμα του νεαρού Φιλιπινέζου. Πιάσαμε όλοι μαζί να ανεβάζουμε σιγά σιγά το ημιλυπόθυμο και παγωμένο Φιλιππίνι και τρέχανε τα νερά από τη φόρμα του λες και ανεβάζαμε κουβά τρύπιο από πηγάδι. Μόλις τον απιθώσαμε στο ντεκ, αφού σιγουρευτήκαμε πως είναι καλά μερικοί τον πήρανε μέσα, να τον συνεφέρουνε από το κρύο, να αλλάξει φόρμα και να ηρεμήσει. Οι υπόλοιποι σκύψαμε πάλι από την κουπαστή, και ρίξαμε πάλι το σκοινί να ανεβάσουμε τον Πράξα. Μα ο Πράξας δεν ζύγωνε το σκοινί. Απομακρυνόταν. Δεν καταλαβαίναμε τι έκανε- πού την βρήκε την όρεξη για κολύμπι στα παγωμένα νερά.
Αρχίσαμε να του φωνάζουμε. Εγώ, ο καπετάνιος, τα μαστόρια, οι βοηθοί.
«Ρε Πράξα, πιάσε το σχοινί… δίπλα σου είναι!» «Ρε Πράξα!» «Ρε Πράξα γαμώτο σου, δίπλα σου είναι το σχοινί, δεν το βλέπεις!!!… Ρε Πράξα γαμώτοοο!!! Ρε Πράξααα…!!
Μα ο Πράξας είχε γυρίσει την πλάτη σε όλους εμάς, στους μαστόρους , τους βοηθούς, τον καπετάνιο, που συνέχιζαμε να ξελαρυγγιαζόμαστε φωνάζοντας το όνομα του και να χειρονομούμε εναγώνια- μα ανώφελα- δείχνοντας του το σχοινί και τα σωσίβια.
Ακίνητος, γύρισε για μια στιγμή, μας κοίταξε, μας χαμογέλασε και αφού μετεωρίστηκε για λίγο όπως το πλοίο πριν βουλιάξει, άρχισε την καθοδική πορεία προς τον βυθό έχοντας τα γαληνεμένα και βρεγμένα, από θαλασσινό νερό αυτή τη φορά και όχι από δάκρυα, μάτια του στραμμένα για άλλη μια φορά, σαν ένα πιστό ηλιοτρόπιο , σε έναν κατακκόκινο ήλιο, που έδυε και αυτός μαζί του εκείνη τη στιγμή , σαν μια ανα